Eξουσία και Θεσμοί
Ο κ. Δημήτρης Χριστοδούλου, πρώην Υπουργός Γε-ωργίας, σεβαστός καθηγητής μου, εξέδωσε το 1995 ένα σημαντικό βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε»1 και με τον ακόμη πιο εύ-γλωττο υπότιτλο «Δομικές και θεσμικές ανεπάρκειες και πολιτικο-κοινωνικά ελλείμματα»
Λέγοντας κυπριακό θαύμα ο συγγραφέας εννοεί την αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας που είχε καταργηθεί από το πραξικόπημα, την κατάσταση πλήρους απασχό-λησης και την άνοδο του εθνικού εισοδήματος, τρία μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, πάνω από εκείνο του 1973. Και τούτο, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται, χάρη στο «σθένος, την αξιοπρέπεια, τη δημιουργική ικανότητα, την αλληλεγγύη και τη συλλογική αποφασιστικότητα και επιμονή που έδειξε και εφάρμοσε ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός μπροστά στη φοβερή αυτή δοκιμασία»1(σ.23)
Διεξοδική ανάλυση και τεκμηρίωση εκείνου του «θαύ-ματος» και εξέταση των ριζών και των συγκυριών που το στήριξαν έκανε στο βιβλίο του «Inside the Cyprus Mira-cle. The Labours of an Embattled Mini-Economy»2, που εκδόθηκε το 1992. Το νέο βιβλίο του κ. Χριστοδούλου πρέπει να θεωρη-θεί ως συμπλήρωμα του πρώτου, γιατί «επιχειρεί μια ανά-λυση και τεκμηρίωση πάνω στα κενά και τα ελλείμματα που η ευημερία της σημερινής Κύπρου παρουσιάζει και που πρέπει να συμπληρωθούν για να ολοκληρώσει το «θαύμα» που έχει ήδη εδραιώσει.»1 (σ.13)
Θα έλεγα ότι το βιβλίο «Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε» αποτελεί μια ανατομία της παθολογίας των πολιτικοκοινωνικών θεσμών, όπως έχουν εξελιχθεί ή, μάλλον, όπως τους έχουν καταντήσει οι εκάστοτε διαχει-ριστές της εξουσίας.
Ένα πολύ αρνητικό φαινόμενο που ορθά διαπιστώνε-ται στην πιο πάνω μελέτη είναι ότι η πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο εδράζεται στη νοοτροπία των πελατειακών σχέσεων, οι οποίες αντικρίζονται ως το πιο αποτελεσμα-τικό εργαλείο για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της ε-ξουσίας. Το ότι η πολιτική μας κουλτούρα ανέχεται τις δυσμενείς διακρίσεις και τις αδιαφανείς ενέργειες είναι, λέγει ο κ. Χριστοδούλου «ζήτημα κυκλικό: η ευνοιοκρα-τία δημιούργησε (μάλλον χρωμάτισε) την κουλτούρα και αυτή η κουλτούρα με τη σειρά της ευλόγησε και υπέθαλψε την ευνοιοκρατία.»1 (σ.117) Νομίζω πως η περίπτωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κηρύσσεται (όχι για πρώτη φορά) αντισυνταγματικός ο περί Εντάξεως Εκτά-κτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1996 εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο την πολιτι-κή κουλτούρα των πελατειακών σχέσεων.
Θέλω εξαρχής να τονίσω ότι θεωρώ τους υπαλλήλους που επηρεάζονται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικα-στηρίου ως άμοιρους οποιασδήποτε ευθύνης και εύχομαι η ταλαιπωρία τους να λήξει το συντομότερο δυνατό. Το αντικείμενο, όμως, της αναφοράς μου δεν είναι οι υπάλ-ληλοι, αλλά το σοβαρό έλλειμμα ευνομίας και ισοπολιτεί-ας που προκύπτει από την όλη υπόθεση. Όπως είναι γνωστό η δημόσια υπηρεσία, με τις κατά καιρούς προσλήψεις υπεράριθμου προσωπικού, έχει κα-ταντήσει ένα υδροκέφαλο και μη αποτελεσματικό σώμα. Συχνά ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι κάνουν λόγο για περιορισμό του αριθμού των κρατικών υπαλλήλων και ορθολογιστική αξιοποίηση του υφιστάμενου προσωπικού, ώστε να είναι από τη μια πιο παραγωγικό και πιο αποτε-λεσματικό και από την άλλη να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, που μετά το εθνικό θέμα αποτελεί, ίσως, το σο-βαρότερο μας πρόβλημα.
Το 1995 ψηφίστηκε «Ο περί Αναστολής Πλήρωσης Θέσεων Πρώτου Διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995», γνωστός ως μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, ο οποί-ος παρατείνεται έκτοτε κάθε χρόνο. Το άρθρο 3 του νό-μου προνοεί ρητά ότι «κανένας έκτακτος υπάλληλος δεν προσλαμβάνεται πάνω σε οποιαδήποτε βάση για να ασκεί καθήκοντα έναντι κενής θέσης της οποίας η πλήρωση α-ναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νό-μου.» Και όμως πολύ συχνά προσλαμβάνονταν από Υ-πουργούς ή Διευθυντές έκτακτοι, οι οποίοι εκτελούσαν καθήκοντα μονίμων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αυτοί που προσλαμβάνονταν με αδιαφανείς διαδικασίες διατηρού-νταν με διάφορα τεχνάσματα στην υπηρεσία για χρόνια, οπότε δικαιολογημένα απαιτούσαν μονιμοποίηση τους στην κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων. Δύο φορές η Βουλή των Αντιπροσώπων, το 1985 και το 1997 ψήφισε νόμους που μονιμοποιούσαν τους εκτάκτους, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει κατά μέσον όρο 5 χρόνια και που αριθ-μούσαν 604 την πρώτη φορά και 1080 τη δεύτερη. Η Βουλή με τις ενέργειες εκείνες, αντί να σταθεί θεματοφύ-λακας των διαφανών διαδικασιών πρόσληψης υπαλλήλων και των αξιών της ευνομίας και της ισοπολιτείας, ολιγώ-ρησε και θεσμοθέτησε την ευνοιοκρατία. Όμως η Βουλή δεν περιορίστηκε ως εδώ. Με τον περί Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκ-παιδευτική Υπηρεσία Νόμο του 1999 κατάργησε το άρ-θρο 7 του βασικού νόμου που προνοεί την υπηρεσία σε έκτακτη θέση μόνο για 6 μήνες. Έτσι, με νόμο η Βουλή καταργεί την έννοια του έκτακτου υπαλλήλου και ανοίγει καμαρόπορτες για ανεξέλεγκτη είσοδο υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Και διερωτάται κανείς ποιοι λόγοι ώθησαν την πλειοψηφία της Βουλής να ψηφίσει τους πιο πάνω νόμους; Ποιοι άλλοι από την ανάγκη ικανοποίησης των πελατειακών σχέσεων και τις μικροκομματικές σκο-πιμότητες; Η Βουλή, δυστυχώς, σ’ αυτή την περίπτωση φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Ως νομοθετική εξου-σία αντί να προστατεύει τους θεσμούς συνεπικουρεί, με τις ενέργειές της, την εκτελεστική εξουσία στην ευνοιοκρατι-κή συμπεριφορά της. Αψευδής μάρτυρας αυτού του απαράδεκτου φαινομέ-νου είναι τα επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από 25450 το 1978 σε 35163 ή σε ποσοστό 38.16% to 19953 που ήταν το έτος ψήφισης του μορατόριουμ προσλήψεων δη-μοσίων υπαλλήλων. Από τότε, όμως, και ως τον Οκτώ-βριο του 2000 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξή-θηκε κατά 26664 ή ποσοστό 7.58.%. Κατά κατηγορία το ποσοστό αύξησης είναι: Μόνιμοι και Τακτικοί Υπάλληλοι από 15165 σε 24301 ή ποσοστό 60.24% το 1995 και σε 25896 ή ποσοστό αύξησης 6.56% τον Οκτώβριο του 2000. Το Έκτακτο Διοικητικό, Γραφειακό και Τεχνικό Προσωπικό μειώθηκε από 3619 σε 2801 το 1995 και σε 2722 τον Οκτώβριο του 2000. Οι Τακτικοί Εργάτες και Τεχνίτες αυξήθηκαν από 3685 σε 7353 ή ποσοστό 99.53% το 1995 και σε 7886 ή ποσοστό 7.24.% τον Ο-κτώβριο του 2000. Κατά την ίδια περίοδο οι Έκτακτοι Εργάτες και Τεχνίτες μειώθηκαν από 2729 σε 708 το 1995, ενώ αυξήθηκαν σε 1325 τον Οκτώβριο του 2000. Tα στοιχεία είναι τόσο εύγλωττα που δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια να επισημανθεί ότι τόσο οι θέσεις του Έκτα-κτου Διοικητικού, Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού όσο και εκείνες των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών χρησιμοποιούνται ως μεταβατικοί σταθμοί για εξασφάλι-ση μόνιμου διορισμού. Εξαίρεση αποτελεί η κατηγορία των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών για την περίοδο μετά το 1995, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, διότι δεν έγιναν μονιμοποιήσεις από αυτή την κατηγορία.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο νόμος για τη μονιμο-ποίηση των εκτάκτων κηρύκτηκε από το Ανώτατο Δικα-στήριο ως αντισυνταγματικός, γιατί παραβίαζε το θεμε-λιώδες δικαίωμα των πολιτών για ίση μεταχείριση και τους Διοικητικούς Κανόνες που ορίζουν το όργανο το οποίο προσλαμβάνει και προάγει δημοσίους υπαλλήλους. Προκαλεί κατάπληξη η επιμονή του Γενικού Εισαγγελέα να δηλώνει ότι σέβεται μεν την απόφαση του Δικαστηρί-ου, αλλά δεν θεωρεί τον σχετικό νόμο ως αντισυνταγματι-κό! Μα τότε πού πηγαίνουν οι διακηρύξεις περί ευνομού-μενης πολιτείας και κράτους δικαίου; Πού πηγαίνει το ανθρώπινο δικαίωμα της ισοπολιτείας, στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα του κάθε πολίτη που διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα να διεκδικήσει μια θέση; Όμως ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Το κράτος πο-δοπατεί το θεσμό της αξιοκρατίας και τις ηθικές αρχές. Γιατί τι άλλο από ηθικές αρχές, οικουμενικά αποδεκτές, είναι ο Χάρτης των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Αναφερόμενος ο κ. Χριστοδούλου στο πλέγμα των πε-λατειακών σχέσεων, που οι διαχειριστές της εξουσίας στην Κύπρο έχουν αναγάγει σε επιστήμη, το σκιαγραφεί εύστοχα και επιγραμματικά λέγοντας: «Στη σημερινή Κύ-προ είναι πολύ εμφανές ότι οι κατακτητές της εξουσίας, παρόλη τη ρητορική και προπαγάνδα των προεκλογικών διακηρύξεων για δημοκρατική, αξιοκρατική, δίκαιη, προ-γραμματισμένη και αποτελεσματική διαχείριση της εξου-σίας με γνώμονα το συμφέρον του συνόλου, στην πράξη εξυπηρετούν πρώτιστα τη διατήρηση και ανακατάκτηση της εξουσίας. Αυτό κατορθώνεται μέσα από μια πολιτική κουλτούρα που τώρα επικρατεί στην Κύπρο και που συ-νοψίζεται και συγκεκριμενοποιείται στην εξής πολιτική πρακτική: μια μεγάλη μειοψηφία, που είναι πολιτικά «ξύ-πνια» προσανατολίζεται στο πολιτικό ρεύμα που φαίνεται να επικρατεί ή που κατέχει ήδη την εξουσία, προσφέρο-ντας υποστήριξη εκλογική και στις κομματικές δραστη-ριότητες. Γι’ αυτά όλα αναμένει από τους πρωταγωνιστές στην εξουσία αμοιβή ανάλογη με την προσφορά και την επιρροή που ο καθένας διαθέτει. Μερικοί είναι και απαι-τητικοί. Από την άλλη η πολιτική παράταξη που κατέχει την εξουσία και ιδίως τα στελέχη της νοιώθουν την ανά-γκη να διανέμουν τα αγαθά στη διάθεση της εξουσίας σαν φόρο για την υποστήριξη που πήραν και σαν απόδειξη αξιοπιστίας. Ταυτόχρονα η διανομή αυτών των αγαθών είναι επένδυση για την επόμενη εκλογική μάχη.»1 (σ.139)Οι δημόσιοι πόροι, δηλαδή, αντικρίζονται από τους κρατούντες σαν η κρατική λεία που θα τους εξασφα-λίσει τη διατήρηση της εξουσίας. Είναι γεγονός ότι ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Γεώργιος Βασιλείου, ως υποψήφιος Πρόεδρος το 1988 είχε ανάμεσα στα κύρια συνθήματα εναντίον του τότε Προέδρου κ. Σπύρου Κυπριανού την κατάργηση του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας. Αλλά και στις επόμε-νες εκλογές οι υποψήφιοι Πρόεδροι είχαν υποσχεθεί χρη-στή διοίκηση, αξιοκρατία, διαφάνεια και κάθαρση σκαν-δάλων.
Αυτά όσον αφορά τις προεκλογικές διακηρύξεις. Ας πάμε, όμως, στα έργα, που αποτελούν τη λυδία λίθο, τη μόνη που ελέγχει την αξιοπιστία και το πραγματικό αντί-κρισμα των λόγων.
Ευθύς μετά την εκλογή του κ. Κληρίδη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στην κυβέρ-νηση Τύπος άρχισε μια αντιδημοκρατική και αντιδεοντο-λογική εκστρατεία πειθαναγκασμού των μελών των διοι-κητικών συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών να υποβάλουν παραίτηση πριν από τη λήξη της θητείας τους. Το αποτέλεσμα της εκστρατείας ήταν πενιχρό. Τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθαίρεσε, χωρίς αποχρώντα λόγο, τα μέλη και τα αντικατέστησε με άλλα. Όσοι από τους παυθέντες προσέβαλαν την αυθαίρετη ενέργεια του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώθηκαν. Εκείνη η ενέργεια του Προέδρου τον άφησε ανεπανόρθωτα εκτε-θειμένο και έχει καταγραφεί ως δείγμα μη χρηστής διοί-κησης.
Οι νόμοι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας και περί Οδών και Οικοδομών παρείχαν στο Υπουργικό Συμβού-λιο εξουσία να χορηγεί χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις χά-ριν του δημοσίου συμφέροντος. Καλυπτόμενο πίσω από τον νεφελώδη όρο «δημόσιο συμφέρον» το Υπουργικό Συμβούλιο χορηγούσε ανεξέλεγκτα Πολεοδομικές Άδειες και άδειες οικοδομής κατά παρέκκλιση των τοπικών σχε-δίων ανάπτυξης, χωρίς καμιά αιτιολογία, σε βαθμό απο-νέκρωσης της σχετικής νομοθεσίας, κατά το Επιστημονι-κό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ). Στην πραγματικότητα το Υπουργικό Συμβούλιο ενεργούσε χα-ριστικά, προς όφελος επωνύμων, μεταμορφώνοντας, ως εκ θαύματος, το ιδιωτικό συμφέρον σε δημόσιο, όπως α-κριβώς οι καλόγηροι του μεσαίωνα εβάπτιζαν, κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη, «την χήνα εις ιχθύν»5(σ.86). Το ΕΤΕΚ, με επιστολή του στον Πρόεδρο της Βουλής κατάγγελλε την κατάσταση εξαιτίας των παρανομιών και των χαρι-στικών πράξεων που «είχαν γίνει έθιμο» και «προνόμιο των ολίγων» και επεσήμαινε ότι οι αδυναμίες σε ό,τι αφο-ρά την ολοκληρωμένη εφαρμογή του νόμου περί Πολεο-δομίας και Χωροταξίας είχαν αχρηστεύσει αυτή τη νομο-θεσία.
Αναφορικά με τους κινδύνους για το περιβάλλον τόνι-ζε η επιστολή: «To φυσικό περιβάλλον, δημόσιος πλούτος και κοινόκτητο αγαθό, παραχωρείται στις ορέξεις άπλη-στης εκμετάλλευσης για ταχύτερο πλουτισμό επωνύμων προνομιούχων σε βάρος των δικαιωμάτων του συνόλου. Το δομημένο περιβάλλον αποδιοργανώνεται ανελέητα, μειώνοντας το κύρος, τον χαρακτήρα και την ποιότητα στην ύπαιθρο και στις πόλεις.»6 (σ.17) Αποκορύφωμα των χαριστικών πράξεων του Υπουρ-γικού Συμβουλίου ήταν οι χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις που παραχώρησε προς όφελος οικογενειακής επιχείρησης μέλους του. Ως αποτέλεσμα του σάλου που είχε προκληθεί τότε, ο υπουργός που ευεργετήθηκε εξαναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση.
Εναντίον των χαριστικών χαλαρώσεων και παρεκκλί-σεων έγιναν και λαϊκές κινητοποιήσεις. Σημαντικό ρόλο γι’ αυτές τις κινητοποιήσεις διαδραμάτισαν οι κινήσεις οικολόγων - περιβαλλοντιστών.
Η Βουλή ψήφισε τον Ιούλιο του 1998 τροποποίηση στους Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας και Οδών και Οικοδομών Νόμους, σύμφωνα με την οποία το Υπουργι-κό Συμβούλιο μπορεί «με απόφασή του που εκδίδεται με βάση κανονισμούς τους οποίους εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά πα-ρέκκλιση του σχεδίου αναπτύξεως. Κάθε τέτοια απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και μαζί με το σκεπτικό της, κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση». Θετική άνκαι καθυστε-ρημένη η απόφαση της Βουλής. Το θέμα, όμως, δεν έχει κλείσει ακόμη, γιατί εκκρεμεί η υποβολή και έγκριση κα-νονισμών που θα ρυθμίζουν την παραχώρηση παρεκκλί-σεων. Kαι ενώ αναμένεται η υποβολή κανονισμών, δημο-σιεύεται στον ημερήσιο τύπο (2 Μαρτίου 2000) απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για επίλυση όλων των προ-βλημάτων που αφορούν το διαχειριστικό σχέδιο της χερ-σονήσου του Ακάμα σε τρεις μήνες. Ο αναγνώστης της σχετικής απόφασης αποκομίζει δύο σαφή μηνύματα. Ένα θετικό και ένα αρνητικό. Το θετικό είναι η πρόθεση της Κυβέρνησης να μην ε-πιτρέψει οποιαδήποτε τουριστική ανάπτυξη στην παραλία της Λάρας και της Τοξεύτρας. Το αρνητικό είναι η πρόθεσή της να επεκτείνει την τουριστική ζώνη στην περιοχή που ευρίσκεται στα δυτικά των Λουτρών της Αφροδίτης, έτσι που να καλύπτει μέρος μεγάλου ιδιωτικού αγροκτήματος, που εκτείνεται στην καρδιά του Ακάμα. Αυτή η πρόθεση ισοδυναμεί με προ-σπάθεια εκποίησης του καλύτερου, ίσως, μέρους του φυ-σικού μας περιβάλλοντος που έχει απομείνει. Το υπόλοιπο μέρος της ανακοίνωσης είναι πολύ νεφε-λώδες για να σχολιασθεί. Εγείρεται δε, φυσιολογικά, το ερώτημα: Θα συναινέσει η Νομοθετική Εξουσία σε μια ακόμη χαλάρωση θεσμών και αξιών, σε μια ακόμη εκποί-ηση του φυσικού μας περιβάλλοντος, αυτής της γης που «δεν την κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αλλά τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας»;5 (σ.11)Και όμως το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρα-τίας περιλαμβάνει ορθές, ως αξιώματα, θέσεις για το φυ-σικό περιβάλλον και την ανάπτυξή του, όπως δηλώνει και το πιο κάτω απόσπασμα: «Δεν θα πρέπει να αφήσουμε στις μελλοντικές γενιές την ευθύνη να επιδιορθώσουν ό,τι εμείς σήμερα καταστρέφουμε ή κάνουμε ανεξέλεγκτη χρήση.»7 (σ.11)
Ένα μελανό στίγμα αποτελεί, ασφαλώς, ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χειρίστηκε τις καταγγελίες του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επι-τροπής Ελέγχου κ. Χρ. Πουργουρίδη εναντίον του τέως Υπουργού Εσωτερικών κ. Ντ. Μιχαηλίδη για αθέμιτο πλουτισμό. Εξαρχής, οι ενέργειες, οι δηλώσεις και οι πα-ραλείψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν λανθα-σμένες και αντιφατικές και αντανακλούσαν την έλλειψη βούλησης εκ μέρους του να ερευνηθεί εις βάθος η υπόθε-ση και να εξακριβωθεί η αλήθεια. Αυθαίρετος και καινο-φανής ο αφορισμός «ότι δεν είναι δυνατός ο διορισμός ποινικού ανακριτή, γιατί εμποδίζεται από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης»! Νομικά αστήρικτος ο διορι-σμός του Γενικού Ελεγκτή να διεξαγάγει έρευνα, αντί να διοριστεί ανεξάρτητος ανακριτής. Και τέλος αντιφατική ενέργεια ο διορισμός ποινικών ανακριτών και ταυτοχρό-νως πεισματική άρνηση του Προέδρου να θέσει σε διαθε-σιμότητα ή να δεχθεί την παραίτηση του Υπουργού, ιδιαί-τερα μετά την προκλητική δήλωσή του «ξέρω πολλά για πολλούς», με το διάτρητο επιχείρημα ότι «η απόφαση για έρευνα δεν συνιστά ενοχή και ουδείς άνθρωπος θεωρείται ένοχος, επειδή προσήφθησαν εις βάρος του καταγγελίες»! Με τις ενέργειες, αλλά και τις παραλείψεις του Προέδρου για το συγκεκριμένο αυτό θέμα ετρώθη το περί δικαίου αίσθημα του λαού, αλλά ταυτοχρόνως το κύρος και η α-ξιοπρέπεια του Προέδρου. Δυστυχώς οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες είχαν τεθεί πάνω από το κύρος της κυβέρ-νησης και του θεσμού. Ορισμένα κουφά από τα έργα και τις ημέρες του τέως Υπουργού Εσωτερικών βγαίνουν στην επιφάνεια από καιρού εις καιρόν και αναγκάζουν τον διάδοχό του να δηλώνει με νόημα πως οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν έγι-ναν επί υπουργίας του. Αυτές οι δηλώσεις αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση κόλαφο εναντίον της εκτελεστικής ε-ξουσίας και πολύ περισσότερο του Προέδρου της Δημο-κρατίας. Σε δημοσιογραφική διάσκεψη που έγινε τον περασμέ-νο Ιανουάριο ο Υπουργός Εσωτερικών, αναφερόμενος σε καταγγελίες βουλευτών για τη διαχείριση τουρκοκυπρια-κών περιουσιών, δήλωσε και τα πιο κάτω: «Πιστεύω ότι από το 1974 μέχρι σήμερα δεν υπήρξε η επιβαλλόμενη λελογισμένη και προς το δημόσιον συμφέρον σωστή δια-χείριση και πέραν από τις αδυναμίες του Νόμου -(Πρόκειται για τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο του 1991, με βάση το άρθρο 3 του οποίου ο Υ-πουργός Εσωτερικών ορίζεται Κηδεμόνας Τ/Κ Περιου-σιών) - και των Κανονισμών φρονώ ότι υπήρξε και αδυ-ναμία από πλευράς διοίκησης που δεν έθεσε, επαναλαμ-βάνω, πλαίσια οδηγιών με εγκύκλιο ή με άλλο τρόπο προς τους λειτουργούς, οι οποίοι διαχειρίζονταν αυτές τις περιουσίες8.» (σσ.1-2) Με τις επισημάνσεις και τα εύστοχα σχόλια του ο Υ-πουργός αποκαλύπτει μια άλλη μορφή των μεθόδων που μετέρχεται η εκτελεστική εξουσία στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τη λερναία ύδρα των πελατειακών σχέσεων. Την ασάφεια, τις παραλείψεις των νόμων, στην προκειμέ-νη περίπτωση την αποφυγή της διοίκησης να διαμορφώ-σει κανονισμούς και να θέσει κριτήρια αντικειμενικής και δίκαιης διαχείρισης, ή τις πρόνοιες των νόμων που παρα-χωρούν στο Υπουργικό Συμβούλιο διακριτική εξουσία να αποφασίζει επί ορισμένων θεμάτων. Άλλο, βέβαια, η α-παραίτητη διακριτική εξουσία για να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά ο νόμος και άλλο η κατάχρησή του, για ευνοιοκρατικούς λόγους. Πάντως σημειώνεται η βεβαίωση του κ. Υπουργού ότι «θα τεθούν συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε μέχρι να ψηφι-στεί η νέα νομοθεσία ή και να εγκριθούν νέοι κανονισμοί, να επιτευχθεί μια λελογισμένη χρηστή διοίκηση και δια-χείριση προς το δημόσιον συμφέρον και προς το συμφέ-ρον του λαού και των περιουσιών αυτών».8 (σ.2)
Ορισμένα Υπουργεία στεγάζονται σε κτίρια, τα οποία σχεδιάστηκαν και κτίστηκαν ως πολυκατοικίες. Το Υ-πουργείο Υγείας στεγάζεται σε πολυκατοικία με ανεπαρ-κείς χώρους στάθμευσης, χωρίς να είναι βέβαιο αν από απόψεως στατικής είναι ασφαλής για τον σκοπό που χρη-σιμοποιείται τώρα. Το ημιτελές συγκρότημα τριών πολυκατοικιών που αγοράστηκαν πριν από λίγα χρόνια από την κυβέρνηση για να στεγάσουν το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υπέστη πολλές αλλαγές χωρίς να είναι ακόμη έτοιμο για πλήρη λειτουργία. Οι αλλαγές, φυσικά, συνεπάγονται πρόσθετες δαπάνες, πράγμα που σημαίνει διασπάθιση δη-μόσιων πόρων. Ο τρόπος με τον οποίο ενέργησε το Κρά-τος (Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία) αναφορικά με τη στέγαση των πιο πάνω Υπουργείων προδίδει έλλειψη προγραμματισμού και ανυπαρξία συγκροτημένης πολιτι-κής για τις στεγαστικές ανάγκες των διαφόρων υπηρε-σιών. Η ανάγκη να συνάδουν τα δημόσια κτίρια με τους κανονισμούς της Πολεοδομίας και να προάγουν την ποιό-τητα ζωής των πολιτών περιφρονήθηκε εντελώς και δι-καιολογημένα διατυπώθηκαν επικρίσεις ότι με τις πιο πά-νω ενέργειες υπηρετούνταν σκοπιμότητες. Παρόλο που και τα δύο κτίρια, που χρησιμοποιούνται τώρα ως Υπουργεία, κρίθηκαν από ειδικούς ως ακατάλ-ληλα γι’ αυτό τον σκοπό, εν τούτοις η Βουλή ενέκρινε κατά πλειοψηφία την ενοικίαση ή την αγορά τους.
Ένα πολύ αρνητικό φαινόμενο είναι η κατά καιρούς διαρροή των θεμάτων των εξετάσεων για προσλήψεις και προαγωγές στην αστυνομία και την πυροσβεστική. Ένας θεσμός, που, κατά τεκμήριο, έπρεπε να αποτελεί αντικει-μενικό και αξιόπιστο κριτήριο, εκφυλίζεται και εκχυδαΐ-ζεται με τον τρόπο που εφαρμόζεται, πλήττοντας, όμως, ταυτοχρόνως το κύρος και την αξιοπιστία της αστυνομί-ας. Ένα άλλο, επίσης αρνητικό φαινόμενο, είναι η συχνή τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας σε μια θέση, έτσι που τα απαιτούμενα προσόντα να διατυπώνονται με τέ-τοιο τρόπο, ώστε να φωτογραφίζονται ορισμένοι υποψή-φιοι.
Αν στα πιο πάνω ελάχιστα ενδεικτικά παραδείγματα προσθέσουμε τη διασπάθιση των δημόσιων πόρων με χο-ρηγίες και χαριστικές πράξεις, ευνοιοκρατικές παρατάσεις υπηρεσίας ή διορισμούς πρώην ανωτέρων υπαλλήλων σε υψηλόμισθες θέσεις σκιαγραφείται μια αδρομερής εικόνα του πώς ασκείται η εξουσία στην Κύπρο. Κοινός παρονο-μαστής σε όλα τα παραδείγματα η θυσία των θεσμών στον βωμό των πελατειακών σχέσεων. Ας μην εθελοτυφλούν οι διαχειριστές της εξουσίας. Οι νόμοι εφαρμόζονται επιλε-κτικά. Δεν είναι τυχαία που εδραιώθηκε στη συνείδηση της κοινής γνώμης η αντίληψη ότι «ο νόμος είναι για τους ανώνυμους». Είναι χαρακτηριστικά, επί του προκειμένου, όσα δήλωσε σε συνέντευξή του σε εφημερίδα ο Πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Ν. Αναστασιάδης: «...υπάρχουν παραδείγματα κάλυψης συγγενών τρίτου και τέταρτου βαθμού από κάποιους, τους οποίους τώρα δεν πρόκειται να ονομάσω».9 (σ.7) Αλλά και ο έγκριτος νο-μικός κ. Α. Σ. Αγγελίδης τονίζει κατηγορηματικά, επί του θέματος, τα πιο κάτω: «Yπάρχει ηθελημένη ή άθελη πα-ραβίαση του Νόμου από όργανα του κράτους που ασκούν εκτελεστική εξουσία. Έχει σημασία κάθε όργανο να γνω-ρίζει ότι πάνω από το ίδιο, όσο ψηλά και να βρίσκεται, υπάρχει ο Νόμος. Τίποτε δεν μπορεί να τίθεται υπεράνω. Όμως, στην πράξη διαπιστώνεται ότι υπάρχει χαλαρή α-ντιμετώπιση και εφαρμογή του Νόμου ή, ακόμη, και πα-ραβίασή του. Και αυτό συμβαίνει με το να διαχωρίζονται τα αιτήματα σε αιτήματα επωνύμων και αιτήματα της α-νώνυμης μάζας. Οφείλουμε να παραδεκτούμε, ότι, συχνά, σε πολλές περιπτώσεις, το κράτος δικαίου στην Κύπρο είναι μόνο κατ’ επίφαση κράτος δικαίου. Πολλές φορές η ίδια η Δημόσια Υπηρεσία ανατρέπει την έννοια της υπο-ταγής στο Νόμο.»10 (σ.3) Συχνά γίνονται βαρύγδουπες δηλώσεις ότι «θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς» ή ότι «το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκα-λο» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Οι τέτοιες διακηρύξεις, όμως, αποτελούν, απλώς, μαρτυρία έλλειψης χρηστής διοίκησης. Γιατί εκεί όπου υπάρχει ευνομία και ισοπολι-τεία οι νόμοι εφαρμόζονται άμεσα και οι μεγαλόστομες επικλήσεις περιττεύουν. Οι νόμοι δεν πρέπει να χρειάζο-νται πράσινο φως για να λειτουργήσουν.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εξαχρείωση ηθών, προαγωγή της διαφθοράς και έξαρση της παρανομίας και του εγκλήματος, σε ανησυχητικό βαθμό. Αυτά τα αρνητι-κά κοινωνικά φαινόμενα δεν είναι άσχετα με την κουλ-τούρα που διαμορφώθηκε μετά την Ανεξαρτησία, μέσα σε ένα πλέγμα παραγοντισμού και ευνοιοκρατίας, και ευρί-σκεται σε άμεση διαλεκτική σχέση με τη χαλάρωση θε-σμών και αξιών. Ας έχουν πάντα υπόψη τους όσοι ασκούν όποια εξουσία ότι παιδαγωγούν προς το καλό ή το κακό με το έργο, το παράδειγμα και το ήθος τους. Ποτέ με τους ωραίους λόγους. Συμπερασματικά μιλώντας, μια διοίκηση που λειτουρ-γεί με έμβλημα την ικανοποίηση των πελατειακών σχέσε-ων και των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων ή ένα «μαλακό κράτος», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας κ. Δ. Χριστο-δούλου, προάγει αναπόφευκτα, την αναξιοκρατία, ανοίγει λεωφόρους για να δρουν οι κάθε λογής αετονύχηδες, πε-ριθωριοποιεί το επιστημονικό δυναμικό και συνεργεί στη διαμόρφωση πολιτείας αδιάφορων υπηκόων. Μια τέτοια κατάσταση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τον τόπο σε στασιμότητα και μαρασμό, σε έλλειψη οράματος και ανυ-παρξία εκσυγχρονισμού. Ένας τέτοιος τρόπος διοίκησης χαρακτηρίζει τριτοκοσμικές χώρες της χειρίστης μορφής.
Ο λαός μας, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την έφεση στη μόρφωση, έχει ανάγκη από διοίκηση που στηρίζεται, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη, στις αρχές της ευνομίας και ισονομίας, εμπνέει το αίσθημα της αξιο-πρέπειας και του αυτοσεβασμού, την εθνική υπερηφάνεια, καλλιεργεί το ελεύθερο φρόνημα, προάγει την αξιοκρατία και συντελεί στη διάπλαση κοινωνίας των ενεργών πολι-τών. Είναι αυτές οι συνθήκες που προσφέρουν τις ευκαι-ρίες για αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού και δημιουργούν το κλίμα για ύπαρξη οραμάτων και ιδεών που χωρίς αυτά δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην πρόοδο, την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό. Η Κύπρος υπέστη μια μεγάλη συμφορά ως αποτέλεσμα του άφρονος πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκι-κής εισβολής. Η κρατική μας οντότητα αποδείχθηκε το μεγαλύτερο στήριγμα στον αγώνα για φυσική και εθνική επιβίωση. Η δίκαιη και όχι κατ’ επίφαση λειτουργία των θεσμών και η αυστηρή τήρηση των διαδικασιών και της δεοντολογίας ενισχύουν την κρατική μας οντότητα και την πορεία προς την Ευρώπη και αποτελούν, αναμφίβο-λα, το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό υπόβαθρο αντί-στασης της μικρής οικονομίας μας στον αδυσώπητο α-νταγωνισμό που εντείνεται με την ολοένα επιταχυνόμενη παγκοσμιοποίηση της αγοράς.