Eξουσία και Θεσμοί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από ΝΟΣΤΟΣ
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
(7 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
Λέγοντας κυπριακό θαύμα ο συγγραφέας εννοεί την αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας που είχε καταργηθεί από το πραξικόπημα, την κατάσταση πλήρους απασχόλησης και την άνοδο του εθνικού εισοδήματος, τρία μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, πάνω από εκείνο του 1973. Και τούτο, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται, χάρη στο «σθένος, την αξιοπρέπεια, τη δημιουργική ικανότητα, την αλληλεγγύη και τη συλλογική αποφασιστικότητα και επιμονή που έδειξε και εφάρμοσε ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός μπροστά στη φοβερή αυτή δοκιμασία»<ref name="Χριστοδούλου 1995"/>(σ.23)
Λέγοντας κυπριακό θαύμα ο συγγραφέας εννοεί την αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας που είχε καταργηθεί από το πραξικόπημα, την κατάσταση πλήρους απασχόλησης και την άνοδο του εθνικού εισοδήματος, τρία μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, πάνω από εκείνο του 1973. Και τούτο, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται, χάρη στο «σθένος, την αξιοπρέπεια, τη δημιουργική ικανότητα, την αλληλεγγύη και τη συλλογική αποφασιστικότητα και επιμονή που έδειξε και εφάρμοσε ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός μπροστά στη φοβερή αυτή δοκιμασία»<ref name="Χριστοδούλου 1995"/>(σ.23)


Διεξοδική ανάλυση και τεκμηρίωση εκείνου του «θαύματος» και εξέταση των ριζών και των συγκυριών που το στήριξαν έκανε στο βιβλίο του «Inside the Cyprus Miracle. The Labours of an Embattled Mini-Economy»<ref>Christodoulou, D. (1992) Inside the Cyprus Miracle. The La-bours of an Embattled Mini-Economy, University of Minneso-ta, Minneapolis.</ref>, που εκδόθηκε το 1992.
Διεξοδική ανάλυση και τεκμηρίωση εκείνου του «θαύματος» και εξέταση των ριζών και των συγκυριών που το στήριξαν έκανε στο βιβλίο του «Inside the Cyprus Miracle. The Labours of an Embattled Mini-Economy»<ref>Christodoulou, D. (1992) Inside the Cyprus Miracle. The Labours of an Embattled Mini-Economy, University of Minnesota, Minneapolis.</ref>, που εκδόθηκε το 1992.


Το νέο βιβλίο του κ. Χριστοδούλου πρέπει να θεωρηθεί ως συμπλήρωμα του πρώτου, γιατί «επιχειρεί μια ανάλυση και τεκμηρίωση πάνω στα κενά και τα ελλείμματα που η ευημερία της σημερινής Κύπρου παρουσιάζει και που πρέπει να συμπληρωθούν για να ολοκληρώσει το «θαύμα» που έχει ήδη εδραιώσει.»1 (σ.13)
Το νέο βιβλίο του κ. Χριστοδούλου πρέπει να θεωρηθεί ως συμπλήρωμα του πρώτου, γιατί «επιχειρεί μια ανάλυση και τεκμηρίωση πάνω στα κενά και τα ελλείμματα που η ευημερία της σημερινής Κύπρου παρουσιάζει και που πρέπει να συμπληρωθούν για να ολοκληρώσει το «θαύμα» που έχει ήδη εδραιώσει.»<ref name="Χριστοδούλου 1995"/> (σ.13)


Θα έλεγα ότι το βιβλίο «Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε» αποτελεί μια ανατομία της παθολογίας των πολιτικοκοινωνικών θεσμών, όπως έχουν εξελιχθεί ή, μάλλον, όπως τους έχουν καταντήσει οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας.
Θα έλεγα ότι το βιβλίο «Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε» αποτελεί μια ανατομία της παθολογίας των πολιτικοκοινωνικών θεσμών, όπως έχουν εξελιχθεί ή, μάλλον, όπως τους έχουν καταντήσει οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας.


Ένα πολύ αρνητικό φαινόμενο που ορθά διαπιστώνεται στην πιο πάνω μελέτη είναι ότι η πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο εδράζεται στη νοοτροπία των πελατειακών σχέσεων, οι οποίες αντικρίζονται ως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Το ότι η πολιτική μας κουλτούρα ανέχεται τις δυσμενείς διακρίσεις και τις αδιαφανείς ενέργειες είναι, λέγει ο κ. Χριστοδούλου «ζήτημα κυκλικό: η ευνοιοκρατία δημιούργησε (μάλλον χρωμάτισε) την κουλτούρα και αυτή η κουλτούρα με τη σειρά της ευλόγησε και υπέθαλψε την ευνοιοκρατία.»1 (σ.117)
Ένα πολύ αρνητικό φαινόμενο που ορθά διαπιστώνεται στην πιο πάνω μελέτη είναι ότι η πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο εδράζεται στη νοοτροπία των πελατειακών σχέσεων, οι οποίες αντικρίζονται ως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Το ότι η πολιτική μας κουλτούρα ανέχεται τις δυσμενείς διακρίσεις και τις αδιαφανείς ενέργειες είναι, λέγει ο κ. Χριστοδούλου «ζήτημα κυκλικό: η ευνοιοκρατία δημιούργησε (μάλλον χρωμάτισε) την κουλτούρα και αυτή η κουλτούρα με τη σειρά της ευλόγησε και υπέθαλψε την ευνοιοκρατία.»<ref name="Χριστοδούλου 1995"/> (σ.117)


Νομίζω πως η περίπτωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κηρύσσεται (όχι για πρώτη φορά) αντισυνταγματικός ο περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1996 εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο την πολιτική κουλτούρα των πελατειακών σχέσεων.
Νομίζω πως η περίπτωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κηρύσσεται (όχι για πρώτη φορά) αντισυνταγματικός ο περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1996 εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο την πολιτική κουλτούρα των πελατειακών σχέσεων.
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
Το 1995 ψηφίστηκε «Ο περί Αναστολής Πλήρωσης Θέσεων Πρώτου Διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995», γνωστός ως μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος παρατείνεται έκτοτε κάθε χρόνο. Το άρθρο 3 του νόμου προνοεί ρητά ότι «κανένας έκτακτος υπάλληλος δεν προσλαμβάνεται πάνω σε οποιαδήποτε βάση για να ασκεί καθήκοντα έναντι κενής θέσης της οποίας η πλήρωση αναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.» Και όμως πολύ συχνά προσλαμβάνονταν από Υπουργούς ή Διευθυντές έκτακτοι, οι οποίοι εκτελούσαν καθήκοντα μονίμων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αυτοί που προσλαμβάνονταν με αδιαφανείς διαδικασίες διατηρούνταν με διάφορα τεχνάσματα στην υπηρεσία για χρόνια, οπότε δικαιολογημένα απαιτούσαν μονιμοποίηση τους στην κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων. Δύο φορές η Βουλή των Αντιπροσώπων, το 1985 και το 1997 ψήφισε νόμους που μονιμοποιούσαν τους εκτάκτους, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει κατά μέσον όρο 5 χρόνια και που αριθμούσαν 604 την πρώτη φορά και 1080 τη δεύτερη. Η Βουλή με τις ενέργειες εκείνες, αντί να σταθεί θεματοφύλακας των διαφανών διαδικασιών πρόσληψης υπαλλήλων και των αξιών της ευνομίας και της ισοπολιτείας, ολιγώρησε και θεσμοθέτησε την ευνοιοκρατία. Όμως η Βουλή δεν περιορίστηκε ως εδώ. Με τον περί Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμο του 1999 κατάργησε το άρθρο 7 του βασικού νόμου που προνοεί την υπηρεσία σε έκτακτη θέση μόνο για 6 μήνες. Έτσι, με νόμο η Βουλή καταργεί την έννοια του έκτακτου υπαλλήλου και ανοίγει καμαρόπορτες για ανεξέλεγκτη είσοδο υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Και διερωτάται κανείς ποιοι λόγοι ώθησαν την πλειοψηφία της Βουλής να ψηφίσει τους πιο πάνω νόμους; Ποιοι άλλοι από την ανάγκη ικανοποίησης των πελατειακών σχέσεων και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες; Η Βουλή, δυστυχώς, σ’ αυτή την περίπτωση φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Ως νομοθετική εξουσία αντί να προστατεύει τους θεσμούς συνεπικουρεί, με τις ενέργειές της, την εκτελεστική εξουσία στην ευνοιοκρατική συμπεριφορά της.
Το 1995 ψηφίστηκε «Ο περί Αναστολής Πλήρωσης Θέσεων Πρώτου Διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995», γνωστός ως μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος παρατείνεται έκτοτε κάθε χρόνο. Το άρθρο 3 του νόμου προνοεί ρητά ότι «κανένας έκτακτος υπάλληλος δεν προσλαμβάνεται πάνω σε οποιαδήποτε βάση για να ασκεί καθήκοντα έναντι κενής θέσης της οποίας η πλήρωση αναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.» Και όμως πολύ συχνά προσλαμβάνονταν από Υπουργούς ή Διευθυντές έκτακτοι, οι οποίοι εκτελούσαν καθήκοντα μονίμων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αυτοί που προσλαμβάνονταν με αδιαφανείς διαδικασίες διατηρούνταν με διάφορα τεχνάσματα στην υπηρεσία για χρόνια, οπότε δικαιολογημένα απαιτούσαν μονιμοποίηση τους στην κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων. Δύο φορές η Βουλή των Αντιπροσώπων, το 1985 και το 1997 ψήφισε νόμους που μονιμοποιούσαν τους εκτάκτους, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει κατά μέσον όρο 5 χρόνια και που αριθμούσαν 604 την πρώτη φορά και 1080 τη δεύτερη. Η Βουλή με τις ενέργειες εκείνες, αντί να σταθεί θεματοφύλακας των διαφανών διαδικασιών πρόσληψης υπαλλήλων και των αξιών της ευνομίας και της ισοπολιτείας, ολιγώρησε και θεσμοθέτησε την ευνοιοκρατία. Όμως η Βουλή δεν περιορίστηκε ως εδώ. Με τον περί Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμο του 1999 κατάργησε το άρθρο 7 του βασικού νόμου που προνοεί την υπηρεσία σε έκτακτη θέση μόνο για 6 μήνες. Έτσι, με νόμο η Βουλή καταργεί την έννοια του έκτακτου υπαλλήλου και ανοίγει καμαρόπορτες για ανεξέλεγκτη είσοδο υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Και διερωτάται κανείς ποιοι λόγοι ώθησαν την πλειοψηφία της Βουλής να ψηφίσει τους πιο πάνω νόμους; Ποιοι άλλοι από την ανάγκη ικανοποίησης των πελατειακών σχέσεων και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες; Η Βουλή, δυστυχώς, σ’ αυτή την περίπτωση φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Ως νομοθετική εξουσία αντί να προστατεύει τους θεσμούς συνεπικουρεί, με τις ενέργειές της, την εκτελεστική εξουσία στην ευνοιοκρατική συμπεριφορά της.


Αψευδής μάρτυρας αυτού του απαράδεκτου φαινομένου είναι τα επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από 25450 το 1978 σε 35163 ή σε ποσοστό 38.16% to 19953 που ήταν το έτος ψήφισης του μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων. Από τότε, όμως, και ως τον Οκτώβριο του 2000 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 26664 ή ποσοστό 7.58.%. Κατά κατηγορία το ποσοστό αύξησης είναι: Μόνιμοι και Τακτικοί Υπάλληλοι από 15165 σε 24301 ή ποσοστό 60.24% το 1995 και σε 25896 ή ποσοστό αύξησης 6.56% τον Οκτώβριο του 2000. Το Έκτακτο Διοικητικό, Γραφειακό και Τεχνικό Προσωπικό μειώθηκε από 3619 σε 2801 το 1995 και σε 2722 τον Οκτώβριο του 2000. Οι Τακτικοί Εργάτες και Τεχνίτες αυξήθηκαν από 3685 σε 7353 ή ποσοστό 99.53% το 1995 και σε 7886 ή ποσοστό 7.24.% τον Οκτώβριο του 2000. Κατά την ίδια περίοδο οι Έκτακτοι Εργάτες και Τεχνίτες μειώθηκαν από 2729 σε 708 το 1995, ενώ αυξήθηκαν σε 1325 τον Οκτώβριο του 2000. Tα στοιχεία είναι τόσο εύγλωττα που δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια να επισημανθεί ότι τόσο οι θέσεις του Έκτακτου Διοικητικού, Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού όσο και εκείνες των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών χρησιμοποιούνται ως μεταβατικοί σταθμοί για εξασφάλιση μόνιμου διορισμού. Εξαίρεση αποτελεί η κατηγορία των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών για την περίοδο μετά το 1995, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, διότι δεν έγιναν μονιμοποιήσεις από αυτή την κατηγορία.
Αψευδής μάρτυρας αυτού του απαράδεκτου φαινομένου είναι τα επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από 25450 το 1978 σε 35163 ή σε ποσοστό 38.16% to 1995<ref>Republic of Cyprus, Statistical Abstract 1998, Statistical Service, General Statistics, Series1, Report No. 44, p.157.</ref> που ήταν το έτος ψήφισης του μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων. Από τότε, όμως, και ως τον Οκτώβριο του 2000 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 2666<ref>Κυπριακή Δημοκρατία, Εργατικό Δυναμικό Δημόσιας Υπηρεσίας, Σεπτέμβριος και Οκτώβριος 2000, Αρ. 69&70, Στατιστική Υπηρεσία, Υπουργείο Οικονομικών.</ref> ή ποσοστό 7.58.%. Κατά κατηγορία το ποσοστό αύξησης είναι: Μόνιμοι και Τακτικοί Υπάλληλοι από 15165 σε 24301 ή ποσοστό 60.24% το 1995 και σε 25896 ή ποσοστό αύξησης 6.56% τον Οκτώβριο του 2000. Το Έκτακτο Διοικητικό, Γραφειακό και Τεχνικό Προσωπικό μειώθηκε από 3619 σε 2801 το 1995 και σε 2722 τον Οκτώβριο του 2000. Οι Τακτικοί Εργάτες και Τεχνίτες αυξήθηκαν από 3685 σε 7353 ή ποσοστό 99.53% το 1995 και σε 7886 ή ποσοστό 7.24.% τον Οκτώβριο του 2000. Κατά την ίδια περίοδο οι Έκτακτοι Εργάτες και Τεχνίτες μειώθηκαν από 2729 σε 708 το 1995, ενώ αυξήθηκαν σε 1325 τον Οκτώβριο του 2000. Tα στοιχεία είναι τόσο εύγλωττα που δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια να επισημανθεί ότι τόσο οι θέσεις του Έκτακτου Διοικητικού, Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού όσο και εκείνες των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών χρησιμοποιούνται ως μεταβατικοί σταθμοί για εξασφάλιση μόνιμου διορισμού. Εξαίρεση αποτελεί η κατηγορία των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών για την περίοδο μετά το 1995, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, διότι δεν έγιναν μονιμοποιήσεις από αυτή την κατηγορία.


Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο νόμος για τη μονιμοποίηση των εκτάκτων κηρύκτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αντισυνταγματικός, γιατί παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών για ίση μεταχείριση και τους Διοικητικούς Κανόνες που ορίζουν το όργανο το οποίο προσλαμβάνει και προάγει δημοσίους υπαλλήλους. Προκαλεί κατάπληξη η επιμονή του Γενικού Εισαγγελέα να δηλώνει ότι σέβεται μεν την απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά δεν θεωρεί τον σχετικό νόμο ως αντισυνταγματικό! Μα τότε πού πηγαίνουν οι διακηρύξεις περί ευνομούμενης πολιτείας και κράτους δικαίου; Πού πηγαίνει το ανθρώπινο δικαίωμα της ισοπολιτείας, στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα του κάθε πολίτη που διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα να διεκδικήσει μια θέση; Όμως ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Το κράτος ποδοπατεί το θεσμό της αξιοκρατίας και τις ηθικές αρχές. Γιατί τι άλλο από ηθικές αρχές, οικουμενικά αποδεκτές, είναι ο Χάρτης των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο νόμος για τη μονιμοποίηση των εκτάκτων κηρύκτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αντισυνταγματικός, γιατί παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών για ίση μεταχείριση και τους Διοικητικούς Κανόνες που ορίζουν το όργανο το οποίο προσλαμβάνει και προάγει δημοσίους υπαλλήλους. Προκαλεί κατάπληξη η επιμονή του Γενικού Εισαγγελέα να δηλώνει ότι σέβεται μεν την απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά δεν θεωρεί τον σχετικό νόμο ως αντισυνταγματικό! Μα τότε πού πηγαίνουν οι διακηρύξεις περί ευνομούμενης πολιτείας και κράτους δικαίου; Πού πηγαίνει το ανθρώπινο δικαίωμα της ισοπολιτείας, στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα του κάθε πολίτη που διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα να διεκδικήσει μια θέση; Όμως ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Το κράτος ποδοπατεί το θεσμό της αξιοκρατίας και τις ηθικές αρχές. Γιατί τι άλλο από ηθικές αρχές, οικουμενικά αποδεκτές, είναι ο Χάρτης των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων;




Αναφερόμενος ο κ. Χριστοδούλου στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων, που οι διαχειριστές της εξουσίας στην Κύπρο έχουν αναγάγει σε επιστήμη, το σκιαγραφεί εύστοχα και επιγραμματικά λέγοντας: «Στη σημερινή Κύπρο είναι πολύ εμφανές ότι οι κατακτητές της εξουσίας, παρόλη τη ρητορική και προπαγάνδα των προεκλογικών διακηρύξεων για δημοκρατική, αξιοκρατική, δίκαιη, προγραμματισμένη και αποτελεσματική διαχείριση της εξουσίας με γνώμονα το συμφέρον του συνόλου, στην πράξη εξυπηρετούν πρώτιστα τη διατήρηση και ανακατάκτηση της εξουσίας. Αυτό κατορθώνεται μέσα από μια πολιτική κουλτούρα που τώρα επικρατεί στην Κύπρο και που συνοψίζεται και συγκεκριμενοποιείται στην εξής πολιτική πρακτική: μια μεγάλη μειοψηφία, που είναι πολιτικά «ξύπνια» προσανατολίζεται στο πολιτικό ρεύμα που φαίνεται να επικρατεί ή που κατέχει ήδη την εξουσία, προσφέροντας υποστήριξη εκλογική και στις κομματικές δραστηριότητες. Γι’ αυτά όλα αναμένει από τους πρωταγωνιστές στην εξουσία αμοιβή ανάλογη με την προσφορά και την επιρροή που ο καθένας διαθέτει. Μερικοί είναι και απαιτητικοί. Από την άλλη η πολιτική παράταξη που κατέχει την εξουσία και ιδίως τα στελέχη της νοιώθουν την ανάγκη να διανέμουν τα αγαθά στη διάθεση της εξουσίας σαν φόρο για την υποστήριξη που πήραν και σαν απόδειξη αξιοπιστίας. Ταυτόχρονα η διανομή αυτών των αγαθών είναι επένδυση για την επόμενη εκλογική μάχη.»1 (σ.139)Οι δημόσιοι πόροι, δηλαδή, αντικρίζονται από τους κρατούντες σαν η κρατική λεία που θα τους εξασφαλίσει τη διατήρηση της εξουσίας.
Αναφερόμενος ο κ. Χριστοδούλου στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων, που οι διαχειριστές της εξουσίας στην Κύπρο έχουν αναγάγει σε επιστήμη, το σκιαγραφεί εύστοχα και επιγραμματικά λέγοντας: «Στη σημερινή Κύπρο είναι πολύ εμφανές ότι οι κατακτητές της εξουσίας, παρόλη τη ρητορική και προπαγάνδα των προεκλογικών διακηρύξεων για δημοκρατική, αξιοκρατική, δίκαιη, προγραμματισμένη και αποτελεσματική διαχείριση της εξουσίας με γνώμονα το συμφέρον του συνόλου, στην πράξη εξυπηρετούν πρώτιστα τη διατήρηση και ανακατάκτηση της εξουσίας. Αυτό κατορθώνεται μέσα από μια πολιτική κουλτούρα που τώρα επικρατεί στην Κύπρο και που συνοψίζεται και συγκεκριμενοποιείται στην εξής πολιτική πρακτική: μια μεγάλη μειοψηφία, που είναι πολιτικά «ξύπνια» προσανατολίζεται στο πολιτικό ρεύμα που φαίνεται να επικρατεί ή που κατέχει ήδη την εξουσία, προσφέροντας υποστήριξη εκλογική και στις κομματικές δραστηριότητες. Γι’ αυτά όλα αναμένει από τους πρωταγωνιστές στην εξουσία αμοιβή ανάλογη με την προσφορά και την επιρροή που ο καθένας διαθέτει. Μερικοί είναι και απαιτητικοί. Από την άλλη η πολιτική παράταξη που κατέχει την εξουσία και ιδίως τα στελέχη της νοιώθουν την ανάγκη να διανέμουν τα αγαθά στη διάθεση της εξουσίας σαν φόρο για την υποστήριξη που πήραν και σαν απόδειξη αξιοπιστίας. Ταυτόχρονα η διανομή αυτών των αγαθών είναι επένδυση για την επόμενη εκλογική μάχη.»<ref name="Χριστοδούλου 1995"/> (σ.139)Οι δημόσιοι πόροι, δηλαδή, αντικρίζονται από τους κρατούντες σαν η κρατική λεία που θα τους εξασφαλίσει τη διατήρηση της εξουσίας.


Είναι γεγονός ότι ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Γεώργιος Βασιλείου, ως υποψήφιος Πρόεδρος το 1988 είχε ανάμεσα στα κύρια συνθήματα εναντίον του τότε Προέδρου κ. Σπύρου Κυπριανού την κατάργηση του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας. Αλλά και στις επόμενες εκλογές οι υποψήφιοι Πρόεδροι είχαν υποσχεθεί χρηστή διοίκηση, αξιοκρατία, διαφάνεια και κάθαρση σκανδάλων.
Είναι γεγονός ότι ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Γεώργιος Βασιλείου, ως υποψήφιος Πρόεδρος το 1988 είχε ανάμεσα στα κύρια συνθήματα εναντίον του τότε Προέδρου κ. Σπύρου Κυπριανού την κατάργηση του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας. Αλλά και στις επόμενες εκλογές οι υποψήφιοι Πρόεδροι είχαν υποσχεθεί χρηστή διοίκηση, αξιοκρατία, διαφάνεια και κάθαρση σκανδάλων.
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
Ευθύς μετά την εκλογή του κ. Κληρίδη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στην κυβέρνηση Τύπος άρχισε μια αντιδημοκρατική και αντιδεοντολογική εκστρατεία πειθαναγκασμού των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών να υποβάλουν παραίτηση πριν από τη λήξη της θητείας τους. Το αποτέλεσμα της εκστρατείας ήταν πενιχρό. Τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθαίρεσε, χωρίς αποχρώντα λόγο, τα μέλη και τα αντικατέστησε με άλλα. Όσοι από τους παυθέντες προσέβαλαν την αυθαίρετη ενέργεια του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώθηκαν. Εκείνη η ενέργεια του Προέδρου τον άφησε ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο και έχει καταγραφεί ως δείγμα μη χρηστής διοίκησης.
Ευθύς μετά την εκλογή του κ. Κληρίδη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στην κυβέρνηση Τύπος άρχισε μια αντιδημοκρατική και αντιδεοντολογική εκστρατεία πειθαναγκασμού των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών να υποβάλουν παραίτηση πριν από τη λήξη της θητείας τους. Το αποτέλεσμα της εκστρατείας ήταν πενιχρό. Τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθαίρεσε, χωρίς αποχρώντα λόγο, τα μέλη και τα αντικατέστησε με άλλα. Όσοι από τους παυθέντες προσέβαλαν την αυθαίρετη ενέργεια του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώθηκαν. Εκείνη η ενέργεια του Προέδρου τον άφησε ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο και έχει καταγραφεί ως δείγμα μη χρηστής διοίκησης.


Οι νόμοι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας και περί Οδών και Οικοδομών παρείχαν στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσία να χορηγεί χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Καλυπτόμενο πίσω από τον νεφελώδη όρο «δημόσιο συμφέρον» το Υπουργικό Συμβούλιο χορηγούσε ανεξέλεγκτα Πολεοδομικές Άδειες και άδειες οικοδομής κατά παρέκκλιση των τοπικών σχεδίων ανάπτυξης, χωρίς καμιά αιτιολογία, σε βαθμό απονέκρωσης της σχετικής νομοθεσίας, κατά το Επιστημονικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ). Στην πραγματικότητα το Υπουργικό Συμβούλιο ενεργούσε χαριστικά, προς όφελος επωνύμων, μεταμορφώνοντας, ως εκ θαύματος, το ιδιωτικό συμφέρον σε δημόσιο, όπως ακριβώς οι καλόγηροι του μεσαίωνα εβάπτιζαν, κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη, «την χήνα εις ιχθύν»5(σ.86). Το ΕΤΕΚ, με επιστολή του στον Πρόεδρο της Βουλής κατάγγελλε την κατάσταση εξαιτίας των παρανομιών και των χαριστικών πράξεων που «είχαν γίνει έθιμο» και «προνόμιο των ολίγων» και επεσήμαινε ότι οι αδυναμίες σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη εφαρμογή του νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας είχαν αχρηστεύσει αυτή τη νομοθεσία.
Οι νόμοι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας και περί Οδών και Οικοδομών παρείχαν στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσία να χορηγεί χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Καλυπτόμενο πίσω από τον νεφελώδη όρο «δημόσιο συμφέρον» το Υπουργικό Συμβούλιο χορηγούσε ανεξέλεγκτα Πολεοδομικές Άδειες και άδειες οικοδομής κατά παρέκκλιση των τοπικών σχεδίων ανάπτυξης, χωρίς καμιά αιτιολογία, σε βαθμό απονέκρωσης της σχετικής νομοθεσίας, κατά το Επιστημονικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ). Στην πραγματικότητα το Υπουργικό Συμβούλιο ενεργούσε χαριστικά, προς όφελος επωνύμων, μεταμορφώνοντας, ως εκ θαύματος, το ιδιωτικό συμφέρον σε δημόσιο, όπως ακριβώς οι καλόγηροι του μεσαίωνα εβάπτιζαν, κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη, «την χήνα εις ιχθύν»<ref name="Ροΐδη">Ροΐδη, Εμ. Η Πάπισσα Ιωάννα, Βίπερ, Πάπυρος Πρεςς ΕΠ.Ε, Αθήναι.</ref>(σ.86). Το ΕΤΕΚ, με επιστολή του στον Πρόεδρο της Βουλής κατάγγελλε την κατάσταση εξαιτίας των παρανομιών και των χαριστικών πράξεων που «είχαν γίνει έθιμο» και «προνόμιο των ολίγων» και επεσήμαινε ότι οι αδυναμίες σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη εφαρμογή του νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας είχαν αχρηστεύσει αυτή τη νομοθεσία.


Αναφορικά με τους κινδύνους για το περιβάλλον τόνιζε η επιστολή: «To φυσικό περιβάλλον, δημόσιος πλούτος και κοινόκτητο αγαθό, παραχωρείται στις ορέξεις άπληστης εκμετάλλευσης για ταχύτερο πλουτισμό επωνύμων προνομιούχων σε βάρος των δικαιωμάτων του συνόλου. Το δομημένο περιβάλλον αποδιοργανώνεται ανελέητα, μειώνοντας το κύρος, τον χαρακτήρα και την ποιότητα στην ύπαιθρο και στις πόλεις.»6 (σ.17)
Αναφορικά με τους κινδύνους για το περιβάλλον τόνιζε η επιστολή: «To φυσικό περιβάλλον, δημόσιος πλούτος και κοινόκτητο αγαθό, παραχωρείται στις ορέξεις άπληστης εκμετάλλευσης για ταχύτερο πλουτισμό επωνύμων προνομιούχων σε βάρος των δικαιωμάτων του συνόλου. Το δομημένο περιβάλλον αποδιοργανώνεται ανελέητα, μειώνοντας το κύρος, τον χαρακτήρα και την ποιότητα στην ύπαιθρο και στις πόλεις.»<ref>Επιστημονικό Δελτίο ΕΤΕΚ: Επιστολή ΕΤΕΚ στον Πρόεδρο της Βουλής για παραβιάσεις του Νόμου Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Τευχ.9, Φεβρ. 1998.</ref> (σ.17)


Αποκορύφωμα των χαριστικών πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν οι χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις που παραχώρησε προς όφελος οικογενειακής επιχείρησης μέλους του. Ως αποτέλεσμα του σάλου που είχε προκληθεί τότε, ο υπουργός που ευεργετήθηκε εξαναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση.
Αποκορύφωμα των χαριστικών πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν οι χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις που παραχώρησε προς όφελος οικογενειακής επιχείρησης μέλους του. Ως αποτέλεσμα του σάλου που είχε προκληθεί τότε, ο υπουργός που ευεργετήθηκε εξαναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση.
Γραμμή 46: Γραμμή 46:
Το αρνητικό είναι η πρόθεσή της να επεκτείνει την τουριστική ζώνη στην περιοχή που ευρίσκεται στα δυτικά των Λουτρών της Αφροδίτης, έτσι που να καλύπτει μέρος μεγάλου ιδιωτικού αγροκτήματος, που εκτείνεται στην καρδιά του Ακάμα. Αυτή η πρόθεση ισοδυναμεί με προσπάθεια εκποίησης του καλύτερου, ίσως, μέρους του φυσικού μας περιβάλλοντος που έχει απομείνει.
Το αρνητικό είναι η πρόθεσή της να επεκτείνει την τουριστική ζώνη στην περιοχή που ευρίσκεται στα δυτικά των Λουτρών της Αφροδίτης, έτσι που να καλύπτει μέρος μεγάλου ιδιωτικού αγροκτήματος, που εκτείνεται στην καρδιά του Ακάμα. Αυτή η πρόθεση ισοδυναμεί με προσπάθεια εκποίησης του καλύτερου, ίσως, μέρους του φυσικού μας περιβάλλοντος που έχει απομείνει.


Το υπόλοιπο μέρος της ανακοίνωσης είναι πολύ νεφελώδες για να σχολιασθεί. Εγείρεται δε, φυσιολογικά, το ερώτημα: Θα συναινέσει η Νομοθετική Εξουσία σε μια ακόμη χαλάρωση θεσμών και αξιών, σε μια ακόμη εκποίηση του φυσικού μας περιβάλλοντος, αυτής της γης που «δεν την κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αλλά τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας»;5 (σ.11)Και όμως το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας περιλαμβάνει ορθές, ως αξιώματα, θέσεις για το φυσικό περιβάλλον και την ανάπτυξή του, όπως δηλώνει και το πιο κάτω απόσπασμα: «Δεν θα πρέπει να αφήσουμε στις μελλοντικές γενιές την ευθύνη να επιδιορθώσουν ό,τι εμείς σήμερα καταστρέφουμε ή κάνουμε ανεξέλεγκτη χρήση.»7 (σ.11)
Το υπόλοιπο μέρος της ανακοίνωσης είναι πολύ νεφελώδες για να σχολιασθεί. Εγείρεται δε, φυσιολογικά, το ερώτημα: Θα συναινέσει η Νομοθετική Εξουσία σε μια ακόμη χαλάρωση θεσμών και αξιών, σε μια ακόμη εκποίηση του φυσικού μας περιβάλλοντος, αυτής της γης που «δεν την κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αλλά τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας»;<ref name="Ροΐδη"/> (σ.11)Και όμως το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας περιλαμβάνει ορθές, ως αξιώματα, θέσεις για το φυσικό περιβάλλον και την ανάπτυξή του, όπως δηλώνει και το πιο κάτω απόσπασμα: «Δεν θα πρέπει να αφήσουμε στις μελλοντικές γενιές την ευθύνη να επιδιορθώσουν ό,τι εμείς σήμερα καταστρέφουμε ή κάνουμε ανεξέλεγκτη χρήση.»<ref>Εφημερίδα «Αλήθεια», Το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη, 21 Ιανουαρίου 1993, σ.11.</ref> (σ.11)




Γραμμή 53: Γραμμή 53:
Ορισμένα κουφά από τα έργα και τις ημέρες του τέως Υπουργού Εσωτερικών βγαίνουν στην επιφάνεια από καιρού εις καιρόν και αναγκάζουν τον διάδοχό του να δηλώνει με νόημα πως οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν έγιναν επί υπουργίας του. Αυτές οι δηλώσεις αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση κόλαφο εναντίον της εκτελεστικής εξουσίας και πολύ περισσότερο του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ορισμένα κουφά από τα έργα και τις ημέρες του τέως Υπουργού Εσωτερικών βγαίνουν στην επιφάνεια από καιρού εις καιρόν και αναγκάζουν τον διάδοχό του να δηλώνει με νόημα πως οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν έγιναν επί υπουργίας του. Αυτές οι δηλώσεις αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση κόλαφο εναντίον της εκτελεστικής εξουσίας και πολύ περισσότερο του Προέδρου της Δημοκρατίας.


Σε δημοσιογραφική διάσκεψη που έγινε τον περασμένο Ιανουάριο ο Υπουργός Εσωτερικών, αναφερόμενος σε καταγγελίες βουλευτών για τη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών, δήλωσε και τα πιο κάτω: «Πιστεύω ότι από το 1974 μέχρι σήμερα δεν υπήρξε η επιβαλλόμενη λελογισμένη και προς το δημόσιον συμφέρον σωστή διαχείριση και πέραν από τις αδυναμίες του Νόμου -(Πρόκειται για τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο του 1991, με βάση το άρθρο 3 του οποίου ο Υπουργός Εσωτερικών ορίζεται Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών) - και των Κανονισμών φρονώ ότι υπήρξε και αδυναμία από πλευράς διοίκησης που δεν έθεσε, επαναλαμβάνω, πλαίσια οδηγιών με εγκύκλιο ή με άλλο τρόπο προς τους λειτουργούς, οι οποίοι διαχειρίζονταν αυτές τις περιουσίες8.» (σσ.1-2)
Σε δημοσιογραφική διάσκεψη που έγινε τον περασμένο Ιανουάριο ο Υπουργός Εσωτερικών, αναφερόμενος σε καταγγελίες βουλευτών για τη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών, δήλωσε και τα πιο κάτω: «Πιστεύω ότι από το 1974 μέχρι σήμερα δεν υπήρξε η επιβαλλόμενη λελογισμένη και προς το δημόσιον συμφέρον σωστή διαχείριση και πέραν από τις αδυναμίες του Νόμου -(Πρόκειται για τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο του 1991, με βάση το άρθρο 3 του οποίου ο Υπουργός Εσωτερικών ορίζεται Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών) - και των Κανονισμών φρονώ ότι υπήρξε και αδυναμία από πλευράς διοίκησης που δεν έθεσε, επαναλαμβάνω, πλαίσια οδηγιών με εγκύκλιο ή με άλλο τρόπο προς τους λειτουργούς, οι οποίοι διαχειρίζονταν αυτές τις περιουσίες<ref name="ΓΤΠ">Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών: Ανακοινωθέν Αρ. 10, Παρασκευή 14/1/2000.</ref>.» (σσ.1-2)


Με τις επισημάνσεις και τα εύστοχα σχόλια του ο Υπουργός αποκαλύπτει μια άλλη μορφή των μεθόδων που μετέρχεται η εκτελεστική εξουσία στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τη λερναία ύδρα των πελατειακών σχέσεων. Την ασάφεια, τις παραλείψεις των νόμων, στην προκειμένη περίπτωση την αποφυγή της διοίκησης να διαμορφώσει κανονισμούς και να θέσει κριτήρια αντικειμενικής και δίκαιης διαχείρισης, ή τις πρόνοιες των νόμων που παραχωρούν στο Υπουργικό Συμβούλιο διακριτική εξουσία να αποφασίζει επί ορισμένων θεμάτων. Άλλο, βέβαια, η απαραίτητη διακριτική εξουσία για να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά ο νόμος και άλλο η κατάχρησή του, για ευνοιοκρατικούς λόγους.
Με τις επισημάνσεις και τα εύστοχα σχόλια του ο Υπουργός αποκαλύπτει μια άλλη μορφή των μεθόδων που μετέρχεται η εκτελεστική εξουσία στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τη λερναία ύδρα των πελατειακών σχέσεων. Την ασάφεια, τις παραλείψεις των νόμων, στην προκειμένη περίπτωση την αποφυγή της διοίκησης να διαμορφώσει κανονισμούς και να θέσει κριτήρια αντικειμενικής και δίκαιης διαχείρισης, ή τις πρόνοιες των νόμων που παραχωρούν στο Υπουργικό Συμβούλιο διακριτική εξουσία να αποφασίζει επί ορισμένων θεμάτων. Άλλο, βέβαια, η απαραίτητη διακριτική εξουσία για να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά ο νόμος και άλλο η κατάχρησή του, για ευνοιοκρατικούς λόγους.


Πάντως σημειώνεται η βεβαίωση του κ. Υπουργού ότι «θα τεθούν συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε μέχρι να ψηφιστεί η νέα νομοθεσία ή και να εγκριθούν νέοι κανονισμοί, να επιτευχθεί μια λελογισμένη χρηστή διοίκηση και διαχείριση προς το δημόσιον συμφέρον και προς το συμφέρον του λαού και των περιουσιών αυτών».8 (σ.2)
Πάντως σημειώνεται η βεβαίωση του κ. Υπουργού ότι «θα τεθούν συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε μέχρι να ψηφιστεί η νέα νομοθεσία ή και να εγκριθούν νέοι κανονισμοί, να επιτευχθεί μια λελογισμένη χρηστή διοίκηση και διαχείριση προς το δημόσιον συμφέρον και προς το συμφέρον του λαού και των περιουσιών αυτών».<ref name="ΓΤΠ"/> (σ.2)




Γραμμή 72: Γραμμή 72:




Αν στα πιο πάνω ελάχιστα ενδεικτικά παραδείγματα προσθέσουμε τη διασπάθιση των δημόσιων πόρων με χορηγίες και χαριστικές πράξεις, ευνοιοκρατικές παρατάσεις υπηρεσίας ή διορισμούς πρώην ανωτέρων υπαλλήλων σε υψηλόμισθες θέσεις σκιαγραφείται μια αδρομερής εικόνα του πώς ασκείται η εξουσία στην Κύπρο. Κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραδείγματα η θυσία των θεσμών στον βωμό των πελατειακών σχέσεων. Ας μην εθελοτυφλούν οι διαχειριστές της εξουσίας. Οι νόμοι εφαρμόζονται επιλεκτικά. Δεν είναι τυχαία που εδραιώθηκε στη συνείδηση της κοινής γνώμης η αντίληψη ότι «ο νόμος είναι για τους ανώνυμους». Είναι χαρακτηριστικά, επί του προκειμένου, όσα δήλωσε σε συνέντευξή του σε εφημερίδα ο Πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Ν. Αναστασιάδης: «...υπάρχουν παραδείγματα κάλυψης συγγενών τρίτου και τέταρτου βαθμού από κάποιους, τους οποίους τώρα δεν πρόκειται να ονομάσω».9 (σ.7) Αλλά και ο έγκριτος νομικός κ. Α. Σ. Αγγελίδης τονίζει κατηγορηματικά, επί του θέματος, τα πιο κάτω: «Yπάρχει ηθελημένη ή άθελη παραβίαση του Νόμου από όργανα του κράτους που ασκούν εκτελεστική εξουσία. Έχει σημασία κάθε όργανο να γνωρίζει ότι πάνω από το ίδιο, όσο ψηλά και να βρίσκεται, υπάρχει ο Νόμος. Τίποτε δεν μπορεί να τίθεται υπεράνω. Όμως, στην πράξη διαπιστώνεται ότι υπάρχει χαλαρή αντιμετώπιση και εφαρμογή του Νόμου ή, ακόμη, και παραβίασή του. Και αυτό συμβαίνει με το να διαχωρίζονται τα αιτήματα σε αιτήματα επωνύμων και αιτήματα της ανώνυμης μάζας. Οφείλουμε να παραδεκτούμε, ότι, συχνά, σε πολλές περιπτώσεις, το κράτος δικαίου στην Κύπρο είναι μόνο κατ’ επίφαση κράτος δικαίου. Πολλές φορές η ίδια η Δημόσια Υπηρεσία ανατρέπει την έννοια της υποταγής στο Νόμο.»10 (σ.3)
Αν στα πιο πάνω ελάχιστα ενδεικτικά παραδείγματα προσθέσουμε τη διασπάθιση των δημόσιων πόρων με χορηγίες και χαριστικές πράξεις, ευνοιοκρατικές παρατάσεις υπηρεσίας ή διορισμούς πρώην ανωτέρων υπαλλήλων σε υψηλόμισθες θέσεις σκιαγραφείται μια αδρομερής εικόνα του πώς ασκείται η εξουσία στην Κύπρο. Κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραδείγματα η θυσία των θεσμών στον βωμό των πελατειακών σχέσεων. Ας μην εθελοτυφλούν οι διαχειριστές της εξουσίας. Οι νόμοι εφαρμόζονται επιλεκτικά. Δεν είναι τυχαία που εδραιώθηκε στη συνείδηση της κοινής γνώμης η αντίληψη ότι «ο νόμος είναι για τους ανώνυμους». Είναι χαρακτηριστικά, επί του προκειμένου, όσα δήλωσε σε συνέντευξή του σε εφημερίδα ο Πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Ν. Αναστασιάδης: «...υπάρχουν παραδείγματα κάλυψης συγγενών τρίτου και τέταρτου βαθμού από κάποιους, τους οποίους τώρα δεν πρόκειται να ονομάσω».<ref>Αναστασιάδης, Ν., Συνέντευξη στην Εφημερίδα «Πολίτης», 23 Ιανουαρίου 2000.</ref> (σ.7) Αλλά και ο έγκριτος νομικός κ. Α. Σ. Αγγελίδης τονίζει κατηγορηματικά, επί του θέματος, τα πιο κάτω: «Yπάρχει ηθελημένη ή άθελη παραβίαση του Νόμου από όργανα του κράτους που ασκούν εκτελεστική εξουσία. Έχει σημασία κάθε όργανο να γνωρίζει ότι πάνω από το ίδιο, όσο ψηλά και να βρίσκεται, υπάρχει ο Νόμος. Τίποτε δεν μπορεί να τίθεται υπεράνω. Όμως, στην πράξη διαπιστώνεται ότι υπάρχει χαλαρή αντιμετώπιση και εφαρμογή του Νόμου ή, ακόμη, και παραβίασή του. Και αυτό συμβαίνει με το να διαχωρίζονται τα αιτήματα σε αιτήματα επωνύμων και αιτήματα της ανώνυμης μάζας. Οφείλουμε να παραδεκτούμε, ότι, συχνά, σε πολλές περιπτώσεις, το κράτος δικαίου στην Κύπρο είναι μόνο κατ’ επίφαση κράτος δικαίου. Πολλές φορές η ίδια η Δημόσια Υπηρεσία ανατρέπει την έννοια της υποταγής στο Νόμο.»<ref>Αγγελίδης, Α.Σ., Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», 21 Νοεμβρίου 1999.</ref> (σ.3)


Συχνά γίνονται βαρύγδουπες δηλώσεις ότι «θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς» ή ότι «το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκαλο» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Οι τέτοιες διακηρύξεις, όμως, αποτελούν, απλώς, μαρτυρία έλλειψης χρηστής διοίκησης. Γιατί εκεί όπου υπάρχει ευνομία και ισοπολιτεία οι νόμοι εφαρμόζονται άμεσα και οι μεγαλόστομες επικλήσεις περιττεύουν. Οι νόμοι δεν πρέπει να χρειάζονται πράσινο φως για να λειτουργήσουν.
Συχνά γίνονται βαρύγδουπες δηλώσεις ότι «θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς» ή ότι «το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκαλο» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Οι τέτοιες διακηρύξεις, όμως, αποτελούν, απλώς, μαρτυρία έλλειψης χρηστής διοίκησης. Γιατί εκεί όπου υπάρχει ευνομία και ισοπολιτεία οι νόμοι εφαρμόζονται άμεσα και οι μεγαλόστομες επικλήσεις περιττεύουν. Οι νόμοι δεν πρέπει να χρειάζονται πράσινο φως για να λειτουργήσουν.
Γραμμή 88: Γραμμή 88:
=== ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ===
=== ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ===
<references />
<references />
1. Χριστοδούλου, Δ. (1995) Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε. Δομικές και θεσμικές ανεπάρκειες και πολιτικο-κοινωνικά ελλείμματa. Εκδόσεις Intercollege, Λευκωσία.
2. Christodoulou, D. (1992) Inside the Cyprus Miracle. The La-bours of an Embattled Mini-Economy, University of Minneso-ta, Minneapolis.
3. Republic of Cyprus, Statistical Abstract 1998, Statistical Ser-vice, General Statistics, Series1, Report No. 44, p.157.
4. Κυπριακή Δημοκρατία, Εργατικό Δυναμικό Δημόσιας Υπηρεσί-ας, Σεπτέμβριος και Οκτώβριος 2000, Αρ. 69&70, Στατιστική Υπηρεσία, Υπουργείο Οικονομικών.
5. Ροΐδη, Εμ. Η Πάπισσα Ιωάννα, Βίπερ, Πάπυρος Πρεςς ΕΠ.Ε, Αθήναι.
6. Επιστημονικό Δελτίο ΕΤΕΚ: Επιστολή ΕΤΕΚ στον Πρόεδρο της Βουλής για παραβιάσεις του Νόμου Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Τευχ.9, Φεβρ. 1998.
7. Εφημερίδα «Αλήθεια», Το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη, 21 Ιανουαρίου 1993, σ.11.
8. Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών: Ανακοινωθέν Αρ. 10, Πα-ρασκευή 14/1/2000.
9. Αναστασιάδης, Ν., Συνέντευξη στην Εφημερίδα «Πολίτης», 23 Ιανουαρίου 2000.
10. Αγγελίδης, Α.Σ., Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθε-ρος», 21 Νοεμβρίου 1999.

Τελευταία αναθεώρηση της 20:23, 31 Οκτωβρίου 2020

Ο κ. Δημήτρης Χριστοδούλου, πρώην Υπουργός Γεωργίας, σεβαστός καθηγητής μου, εξέδωσε το 1995 ένα σημαντικό βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο «Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε»[1] και με τον ακόμη πιο εύγλωττο υπότιτλο «Δομικές και θεσμικές ανεπάρκειες και πολιτικο-κοινωνικά ελλείμματα»

Λέγοντας κυπριακό θαύμα ο συγγραφέας εννοεί την αποκατάσταση της νόμιμης εξουσίας που είχε καταργηθεί από το πραξικόπημα, την κατάσταση πλήρους απασχόλησης και την άνοδο του εθνικού εισοδήματος, τρία μόλις χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, πάνω από εκείνο του 1973. Και τούτο, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται, χάρη στο «σθένος, την αξιοπρέπεια, τη δημιουργική ικανότητα, την αλληλεγγύη και τη συλλογική αποφασιστικότητα και επιμονή που έδειξε και εφάρμοσε ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός μπροστά στη φοβερή αυτή δοκιμασία»[1](σ.23)

Διεξοδική ανάλυση και τεκμηρίωση εκείνου του «θαύματος» και εξέταση των ριζών και των συγκυριών που το στήριξαν έκανε στο βιβλίο του «Inside the Cyprus Miracle. The Labours of an Embattled Mini-Economy»[2], που εκδόθηκε το 1992.

Το νέο βιβλίο του κ. Χριστοδούλου πρέπει να θεωρηθεί ως συμπλήρωμα του πρώτου, γιατί «επιχειρεί μια ανάλυση και τεκμηρίωση πάνω στα κενά και τα ελλείμματα που η ευημερία της σημερινής Κύπρου παρουσιάζει και που πρέπει να συμπληρωθούν για να ολοκληρώσει το «θαύμα» που έχει ήδη εδραιώσει.»[1] (σ.13)

Θα έλεγα ότι το βιβλίο «Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε» αποτελεί μια ανατομία της παθολογίας των πολιτικοκοινωνικών θεσμών, όπως έχουν εξελιχθεί ή, μάλλον, όπως τους έχουν καταντήσει οι εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας.

Ένα πολύ αρνητικό φαινόμενο που ορθά διαπιστώνεται στην πιο πάνω μελέτη είναι ότι η πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο εδράζεται στη νοοτροπία των πελατειακών σχέσεων, οι οποίες αντικρίζονται ως το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Το ότι η πολιτική μας κουλτούρα ανέχεται τις δυσμενείς διακρίσεις και τις αδιαφανείς ενέργειες είναι, λέγει ο κ. Χριστοδούλου «ζήτημα κυκλικό: η ευνοιοκρατία δημιούργησε (μάλλον χρωμάτισε) την κουλτούρα και αυτή η κουλτούρα με τη σειρά της ευλόγησε και υπέθαλψε την ευνοιοκρατία.»[1] (σ.117)

Νομίζω πως η περίπτωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία κηρύσσεται (όχι για πρώτη φορά) αντισυνταγματικός ο περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1996 εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο την πολιτική κουλτούρα των πελατειακών σχέσεων.

Θέλω εξαρχής να τονίσω ότι θεωρώ τους υπαλλήλους που επηρεάζονται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως άμοιρους οποιασδήποτε ευθύνης και εύχομαι η ταλαιπωρία τους να λήξει το συντομότερο δυνατό. Το αντικείμενο, όμως, της αναφοράς μου δεν είναι οι υπάλληλοι, αλλά το σοβαρό έλλειμμα ευνομίας και ισοπολιτείας που προκύπτει από την όλη υπόθεση.

Όπως είναι γνωστό η δημόσια υπηρεσία, με τις κατά καιρούς προσλήψεις υπεράριθμου προσωπικού, έχει καταντήσει ένα υδροκέφαλο και μη αποτελεσματικό σώμα. Συχνά ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι κάνουν λόγο για περιορισμό του αριθμού των κρατικών υπαλλήλων και ορθολογιστική αξιοποίηση του υφιστάμενου προσωπικού, ώστε να είναι από τη μια πιο παραγωγικό και πιο αποτελεσματικό και από την άλλη να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα, που μετά το εθνικό θέμα αποτελεί, ίσως, το σοβαρότερο μας πρόβλημα.

Το 1995 ψηφίστηκε «Ο περί Αναστολής Πλήρωσης Θέσεων Πρώτου Διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995», γνωστός ως μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος παρατείνεται έκτοτε κάθε χρόνο. Το άρθρο 3 του νόμου προνοεί ρητά ότι «κανένας έκτακτος υπάλληλος δεν προσλαμβάνεται πάνω σε οποιαδήποτε βάση για να ασκεί καθήκοντα έναντι κενής θέσης της οποίας η πλήρωση αναστέλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.» Και όμως πολύ συχνά προσλαμβάνονταν από Υπουργούς ή Διευθυντές έκτακτοι, οι οποίοι εκτελούσαν καθήκοντα μονίμων υπαλλήλων. Οι υπάλληλοι αυτοί που προσλαμβάνονταν με αδιαφανείς διαδικασίες διατηρούνταν με διάφορα τεχνάσματα στην υπηρεσία για χρόνια, οπότε δικαιολογημένα απαιτούσαν μονιμοποίηση τους στην κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων. Δύο φορές η Βουλή των Αντιπροσώπων, το 1985 και το 1997 ψήφισε νόμους που μονιμοποιούσαν τους εκτάκτους, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει κατά μέσον όρο 5 χρόνια και που αριθμούσαν 604 την πρώτη φορά και 1080 τη δεύτερη. Η Βουλή με τις ενέργειες εκείνες, αντί να σταθεί θεματοφύλακας των διαφανών διαδικασιών πρόσληψης υπαλλήλων και των αξιών της ευνομίας και της ισοπολιτείας, ολιγώρησε και θεσμοθέτησε την ευνοιοκρατία. Όμως η Βουλή δεν περιορίστηκε ως εδώ. Με τον περί Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμο του 1999 κατάργησε το άρθρο 7 του βασικού νόμου που προνοεί την υπηρεσία σε έκτακτη θέση μόνο για 6 μήνες. Έτσι, με νόμο η Βουλή καταργεί την έννοια του έκτακτου υπαλλήλου και ανοίγει καμαρόπορτες για ανεξέλεγκτη είσοδο υπαλλήλων στη δημόσια υπηρεσία. Και διερωτάται κανείς ποιοι λόγοι ώθησαν την πλειοψηφία της Βουλής να ψηφίσει τους πιο πάνω νόμους; Ποιοι άλλοι από την ανάγκη ικανοποίησης των πελατειακών σχέσεων και τις μικροκομματικές σκοπιμότητες; Η Βουλή, δυστυχώς, σ’ αυτή την περίπτωση φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων. Ως νομοθετική εξουσία αντί να προστατεύει τους θεσμούς συνεπικουρεί, με τις ενέργειές της, την εκτελεστική εξουσία στην ευνοιοκρατική συμπεριφορά της.

Αψευδής μάρτυρας αυτού του απαράδεκτου φαινομένου είναι τα επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από 25450 το 1978 σε 35163 ή σε ποσοστό 38.16% to 1995[3] που ήταν το έτος ψήφισης του μορατόριουμ προσλήψεων δημοσίων υπαλλήλων. Από τότε, όμως, και ως τον Οκτώβριο του 2000 ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά 2666[4] ή ποσοστό 7.58.%. Κατά κατηγορία το ποσοστό αύξησης είναι: Μόνιμοι και Τακτικοί Υπάλληλοι από 15165 σε 24301 ή ποσοστό 60.24% το 1995 και σε 25896 ή ποσοστό αύξησης 6.56% τον Οκτώβριο του 2000. Το Έκτακτο Διοικητικό, Γραφειακό και Τεχνικό Προσωπικό μειώθηκε από 3619 σε 2801 το 1995 και σε 2722 τον Οκτώβριο του 2000. Οι Τακτικοί Εργάτες και Τεχνίτες αυξήθηκαν από 3685 σε 7353 ή ποσοστό 99.53% το 1995 και σε 7886 ή ποσοστό 7.24.% τον Οκτώβριο του 2000. Κατά την ίδια περίοδο οι Έκτακτοι Εργάτες και Τεχνίτες μειώθηκαν από 2729 σε 708 το 1995, ενώ αυξήθηκαν σε 1325 τον Οκτώβριο του 2000. Tα στοιχεία είναι τόσο εύγλωττα που δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια να επισημανθεί ότι τόσο οι θέσεις του Έκτακτου Διοικητικού, Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού όσο και εκείνες των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών χρησιμοποιούνται ως μεταβατικοί σταθμοί για εξασφάλιση μόνιμου διορισμού. Εξαίρεση αποτελεί η κατηγορία των Έκτακτων Εργατών και Τεχνιτών για την περίοδο μετά το 1995, η οποία παρουσιάζει σημαντική αύξηση, διότι δεν έγιναν μονιμοποιήσεις από αυτή την κατηγορία.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο νόμος για τη μονιμοποίηση των εκτάκτων κηρύκτηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως αντισυνταγματικός, γιατί παραβίαζε το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών για ίση μεταχείριση και τους Διοικητικούς Κανόνες που ορίζουν το όργανο το οποίο προσλαμβάνει και προάγει δημοσίους υπαλλήλους. Προκαλεί κατάπληξη η επιμονή του Γενικού Εισαγγελέα να δηλώνει ότι σέβεται μεν την απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά δεν θεωρεί τον σχετικό νόμο ως αντισυνταγματικό! Μα τότε πού πηγαίνουν οι διακηρύξεις περί ευνομούμενης πολιτείας και κράτους δικαίου; Πού πηγαίνει το ανθρώπινο δικαίωμα της ισοπολιτείας, στην προκειμένη περίπτωση το δικαίωμα του κάθε πολίτη που διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα να διεκδικήσει μια θέση; Όμως ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας. Το κράτος ποδοπατεί το θεσμό της αξιοκρατίας και τις ηθικές αρχές. Γιατί τι άλλο από ηθικές αρχές, οικουμενικά αποδεκτές, είναι ο Χάρτης των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων;


Αναφερόμενος ο κ. Χριστοδούλου στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων, που οι διαχειριστές της εξουσίας στην Κύπρο έχουν αναγάγει σε επιστήμη, το σκιαγραφεί εύστοχα και επιγραμματικά λέγοντας: «Στη σημερινή Κύπρο είναι πολύ εμφανές ότι οι κατακτητές της εξουσίας, παρόλη τη ρητορική και προπαγάνδα των προεκλογικών διακηρύξεων για δημοκρατική, αξιοκρατική, δίκαιη, προγραμματισμένη και αποτελεσματική διαχείριση της εξουσίας με γνώμονα το συμφέρον του συνόλου, στην πράξη εξυπηρετούν πρώτιστα τη διατήρηση και ανακατάκτηση της εξουσίας. Αυτό κατορθώνεται μέσα από μια πολιτική κουλτούρα που τώρα επικρατεί στην Κύπρο και που συνοψίζεται και συγκεκριμενοποιείται στην εξής πολιτική πρακτική: μια μεγάλη μειοψηφία, που είναι πολιτικά «ξύπνια» προσανατολίζεται στο πολιτικό ρεύμα που φαίνεται να επικρατεί ή που κατέχει ήδη την εξουσία, προσφέροντας υποστήριξη εκλογική και στις κομματικές δραστηριότητες. Γι’ αυτά όλα αναμένει από τους πρωταγωνιστές στην εξουσία αμοιβή ανάλογη με την προσφορά και την επιρροή που ο καθένας διαθέτει. Μερικοί είναι και απαιτητικοί. Από την άλλη η πολιτική παράταξη που κατέχει την εξουσία και ιδίως τα στελέχη της νοιώθουν την ανάγκη να διανέμουν τα αγαθά στη διάθεση της εξουσίας σαν φόρο για την υποστήριξη που πήραν και σαν απόδειξη αξιοπιστίας. Ταυτόχρονα η διανομή αυτών των αγαθών είναι επένδυση για την επόμενη εκλογική μάχη.»[1] (σ.139)Οι δημόσιοι πόροι, δηλαδή, αντικρίζονται από τους κρατούντες σαν η κρατική λεία που θα τους εξασφαλίσει τη διατήρηση της εξουσίας.

Είναι γεγονός ότι ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Γεώργιος Βασιλείου, ως υποψήφιος Πρόεδρος το 1988 είχε ανάμεσα στα κύρια συνθήματα εναντίον του τότε Προέδρου κ. Σπύρου Κυπριανού την κατάργηση του ρουσφετιού και της αναξιοκρατίας. Αλλά και στις επόμενες εκλογές οι υποψήφιοι Πρόεδροι είχαν υποσχεθεί χρηστή διοίκηση, αξιοκρατία, διαφάνεια και κάθαρση σκανδάλων.

Αυτά όσον αφορά τις προεκλογικές διακηρύξεις. Ας πάμε, όμως, στα έργα, που αποτελούν τη λυδία λίθο, τη μόνη που ελέγχει την αξιοπιστία και το πραγματικό αντίκρισμα των λόγων.

Ευθύς μετά την εκλογή του κ. Κληρίδη στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στην κυβέρνηση Τύπος άρχισε μια αντιδημοκρατική και αντιδεοντολογική εκστρατεία πειθαναγκασμού των μελών των διοικητικών συμβουλίων των ημικρατικών οργανισμών να υποβάλουν παραίτηση πριν από τη λήξη της θητείας τους. Το αποτέλεσμα της εκστρατείας ήταν πενιχρό. Τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καθαίρεσε, χωρίς αποχρώντα λόγο, τα μέλη και τα αντικατέστησε με άλλα. Όσοι από τους παυθέντες προσέβαλαν την αυθαίρετη ενέργεια του Προέδρου στο Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώθηκαν. Εκείνη η ενέργεια του Προέδρου τον άφησε ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο και έχει καταγραφεί ως δείγμα μη χρηστής διοίκησης.

Οι νόμοι περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας και περί Οδών και Οικοδομών παρείχαν στο Υπουργικό Συμβούλιο εξουσία να χορηγεί χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Καλυπτόμενο πίσω από τον νεφελώδη όρο «δημόσιο συμφέρον» το Υπουργικό Συμβούλιο χορηγούσε ανεξέλεγκτα Πολεοδομικές Άδειες και άδειες οικοδομής κατά παρέκκλιση των τοπικών σχεδίων ανάπτυξης, χωρίς καμιά αιτιολογία, σε βαθμό απονέκρωσης της σχετικής νομοθεσίας, κατά το Επιστημονικό και Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ). Στην πραγματικότητα το Υπουργικό Συμβούλιο ενεργούσε χαριστικά, προς όφελος επωνύμων, μεταμορφώνοντας, ως εκ θαύματος, το ιδιωτικό συμφέρον σε δημόσιο, όπως ακριβώς οι καλόγηροι του μεσαίωνα εβάπτιζαν, κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη, «την χήνα εις ιχθύν»[5](σ.86). Το ΕΤΕΚ, με επιστολή του στον Πρόεδρο της Βουλής κατάγγελλε την κατάσταση εξαιτίας των παρανομιών και των χαριστικών πράξεων που «είχαν γίνει έθιμο» και «προνόμιο των ολίγων» και επεσήμαινε ότι οι αδυναμίες σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη εφαρμογή του νόμου περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας είχαν αχρηστεύσει αυτή τη νομοθεσία.

Αναφορικά με τους κινδύνους για το περιβάλλον τόνιζε η επιστολή: «To φυσικό περιβάλλον, δημόσιος πλούτος και κοινόκτητο αγαθό, παραχωρείται στις ορέξεις άπληστης εκμετάλλευσης για ταχύτερο πλουτισμό επωνύμων προνομιούχων σε βάρος των δικαιωμάτων του συνόλου. Το δομημένο περιβάλλον αποδιοργανώνεται ανελέητα, μειώνοντας το κύρος, τον χαρακτήρα και την ποιότητα στην ύπαιθρο και στις πόλεις.»[6] (σ.17)

Αποκορύφωμα των χαριστικών πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν οι χαλαρώσεις και παρεκκλίσεις που παραχώρησε προς όφελος οικογενειακής επιχείρησης μέλους του. Ως αποτέλεσμα του σάλου που είχε προκληθεί τότε, ο υπουργός που ευεργετήθηκε εξαναγκάστηκε να υποβάλει παραίτηση.

Εναντίον των χαριστικών χαλαρώσεων και παρεκκλίσεων έγιναν και λαϊκές κινητοποιήσεις. Σημαντικό ρόλο γι’ αυτές τις κινητοποιήσεις διαδραμάτισαν οι κινήσεις οικολόγων - περιβαλλοντιστών.

Η Βουλή ψήφισε τον Ιούλιο του 1998 τροποποίηση στους Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας και Οδών και Οικοδομών Νόμους, σύμφωνα με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί «με απόφασή του που εκδίδεται με βάση κανονισμούς τους οποίους εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων να χορηγεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του σχεδίου αναπτύξεως. Κάθε τέτοια απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και μαζί με το σκεπτικό της, κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση». Θετική άνκαι καθυστερημένη η απόφαση της Βουλής. Το θέμα, όμως, δεν έχει κλείσει ακόμη, γιατί εκκρεμεί η υποβολή και έγκριση κανονισμών που θα ρυθμίζουν την παραχώρηση παρεκκλίσεων. Kαι ενώ αναμένεται η υποβολή κανονισμών, δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο (2 Μαρτίου 2000) απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για επίλυση όλων των προβλημάτων που αφορούν το διαχειριστικό σχέδιο της χερσονήσου του Ακάμα σε τρεις μήνες. Ο αναγνώστης της σχετικής απόφασης αποκομίζει δύο σαφή μηνύματα. Ένα θετικό και ένα αρνητικό.

Το θετικό είναι η πρόθεση της Κυβέρνησης να μην επιτρέψει οποιαδήποτε τουριστική ανάπτυξη στην παραλία της Λάρας και της Τοξεύτρας.

Το αρνητικό είναι η πρόθεσή της να επεκτείνει την τουριστική ζώνη στην περιοχή που ευρίσκεται στα δυτικά των Λουτρών της Αφροδίτης, έτσι που να καλύπτει μέρος μεγάλου ιδιωτικού αγροκτήματος, που εκτείνεται στην καρδιά του Ακάμα. Αυτή η πρόθεση ισοδυναμεί με προσπάθεια εκποίησης του καλύτερου, ίσως, μέρους του φυσικού μας περιβάλλοντος που έχει απομείνει.

Το υπόλοιπο μέρος της ανακοίνωσης είναι πολύ νεφελώδες για να σχολιασθεί. Εγείρεται δε, φυσιολογικά, το ερώτημα: Θα συναινέσει η Νομοθετική Εξουσία σε μια ακόμη χαλάρωση θεσμών και αξιών, σε μια ακόμη εκποίηση του φυσικού μας περιβάλλοντος, αυτής της γης που «δεν την κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, αλλά τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας»;[5] (σ.11)Και όμως το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας περιλαμβάνει ορθές, ως αξιώματα, θέσεις για το φυσικό περιβάλλον και την ανάπτυξή του, όπως δηλώνει και το πιο κάτω απόσπασμα: «Δεν θα πρέπει να αφήσουμε στις μελλοντικές γενιές την ευθύνη να επιδιορθώσουν ό,τι εμείς σήμερα καταστρέφουμε ή κάνουμε ανεξέλεγκτη χρήση.»[7] (σ.11)


Ένα μελανό στίγμα αποτελεί, ασφαλώς, ο τρόπος με τον οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χειρίστηκε τις καταγγελίες του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου κ. Χρ. Πουργουρίδη εναντίον του τέως Υπουργού Εσωτερικών κ. Ντ. Μιχαηλίδη για αθέμιτο πλουτισμό. Εξαρχής, οι ενέργειες, οι δηλώσεις και οι παραλείψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν λανθασμένες και αντιφατικές και αντανακλούσαν την έλλειψη βούλησης εκ μέρους του να ερευνηθεί εις βάθος η υπόθεση και να εξακριβωθεί η αλήθεια. Αυθαίρετος και καινοφανής ο αφορισμός «ότι δεν είναι δυνατός ο διορισμός ποινικού ανακριτή, γιατί εμποδίζεται από τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης»! Νομικά αστήρικτος ο διορισμός του Γενικού Ελεγκτή να διεξαγάγει έρευνα, αντί να διοριστεί ανεξάρτητος ανακριτής. Και τέλος αντιφατική ενέργεια ο διορισμός ποινικών ανακριτών και ταυτοχρόνως πεισματική άρνηση του Προέδρου να θέσει σε διαθεσιμότητα ή να δεχθεί την παραίτηση του Υπουργού, ιδιαίτερα μετά την προκλητική δήλωσή του «ξέρω πολλά για πολλούς», με το διάτρητο επιχείρημα ότι «η απόφαση για έρευνα δεν συνιστά ενοχή και ουδείς άνθρωπος θεωρείται ένοχος, επειδή προσήφθησαν εις βάρος του καταγγελίες»! Με τις ενέργειες, αλλά και τις παραλείψεις του Προέδρου για το συγκεκριμένο αυτό θέμα ετρώθη το περί δικαίου αίσθημα του λαού, αλλά ταυτοχρόνως το κύρος και η αξιοπρέπεια του Προέδρου. Δυστυχώς οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες είχαν τεθεί πάνω από το κύρος της κυβέρνησης και του θεσμού.

Ορισμένα κουφά από τα έργα και τις ημέρες του τέως Υπουργού Εσωτερικών βγαίνουν στην επιφάνεια από καιρού εις καιρόν και αναγκάζουν τον διάδοχό του να δηλώνει με νόημα πως οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν έγιναν επί υπουργίας του. Αυτές οι δηλώσεις αποτελούν, σε τελευταία ανάλυση κόλαφο εναντίον της εκτελεστικής εξουσίας και πολύ περισσότερο του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Σε δημοσιογραφική διάσκεψη που έγινε τον περασμένο Ιανουάριο ο Υπουργός Εσωτερικών, αναφερόμενος σε καταγγελίες βουλευτών για τη διαχείριση τουρκοκυπριακών περιουσιών, δήλωσε και τα πιο κάτω: «Πιστεύω ότι από το 1974 μέχρι σήμερα δεν υπήρξε η επιβαλλόμενη λελογισμένη και προς το δημόσιον συμφέρον σωστή διαχείριση και πέραν από τις αδυναμίες του Νόμου -(Πρόκειται για τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο του 1991, με βάση το άρθρο 3 του οποίου ο Υπουργός Εσωτερικών ορίζεται Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών) - και των Κανονισμών φρονώ ότι υπήρξε και αδυναμία από πλευράς διοίκησης που δεν έθεσε, επαναλαμβάνω, πλαίσια οδηγιών με εγκύκλιο ή με άλλο τρόπο προς τους λειτουργούς, οι οποίοι διαχειρίζονταν αυτές τις περιουσίες[8].» (σσ.1-2)

Με τις επισημάνσεις και τα εύστοχα σχόλια του ο Υπουργός αποκαλύπτει μια άλλη μορφή των μεθόδων που μετέρχεται η εκτελεστική εξουσία στην προσπάθειά της να ικανοποιήσει τη λερναία ύδρα των πελατειακών σχέσεων. Την ασάφεια, τις παραλείψεις των νόμων, στην προκειμένη περίπτωση την αποφυγή της διοίκησης να διαμορφώσει κανονισμούς και να θέσει κριτήρια αντικειμενικής και δίκαιης διαχείρισης, ή τις πρόνοιες των νόμων που παραχωρούν στο Υπουργικό Συμβούλιο διακριτική εξουσία να αποφασίζει επί ορισμένων θεμάτων. Άλλο, βέβαια, η απαραίτητη διακριτική εξουσία για να μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά ο νόμος και άλλο η κατάχρησή του, για ευνοιοκρατικούς λόγους.

Πάντως σημειώνεται η βεβαίωση του κ. Υπουργού ότι «θα τεθούν συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε μέχρι να ψηφιστεί η νέα νομοθεσία ή και να εγκριθούν νέοι κανονισμοί, να επιτευχθεί μια λελογισμένη χρηστή διοίκηση και διαχείριση προς το δημόσιον συμφέρον και προς το συμφέρον του λαού και των περιουσιών αυτών».[8] (σ.2)


Ορισμένα Υπουργεία στεγάζονται σε κτίρια, τα οποία σχεδιάστηκαν και κτίστηκαν ως πολυκατοικίες. Το Υπουργείο Υγείας στεγάζεται σε πολυκατοικία με ανεπαρκείς χώρους στάθμευσης, χωρίς να είναι βέβαιο αν από απόψεως στατικής είναι ασφαλής για τον σκοπό που χρησιμοποιείται τώρα.

Το ημιτελές συγκρότημα τριών πολυκατοικιών που αγοράστηκαν πριν από λίγα χρόνια από την κυβέρνηση για να στεγάσουν το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υπέστη πολλές αλλαγές χωρίς να είναι ακόμη έτοιμο για πλήρη λειτουργία. Οι αλλαγές, φυσικά, συνεπάγονται πρόσθετες δαπάνες, πράγμα που σημαίνει διασπάθιση δημόσιων πόρων. Ο τρόπος με τον οποίο ενέργησε το Κράτος (Εκτελεστική και Νομοθετική Εξουσία) αναφορικά με τη στέγαση των πιο πάνω Υπουργείων προδίδει έλλειψη προγραμματισμού και ανυπαρξία συγκροτημένης πολιτικής για τις στεγαστικές ανάγκες των διαφόρων υπηρεσιών. Η ανάγκη να συνάδουν τα δημόσια κτίρια με τους κανονισμούς της Πολεοδομίας και να προάγουν την ποιότητα ζωής των πολιτών περιφρονήθηκε εντελώς και δικαιολογημένα διατυπώθηκαν επικρίσεις ότι με τις πιο πάνω ενέργειες υπηρετούνταν σκοπιμότητες.

Παρόλο που και τα δύο κτίρια, που χρησιμοποιούνται τώρα ως Υπουργεία, κρίθηκαν από ειδικούς ως ακατάλληλα γι’ αυτό τον σκοπό, εν τούτοις η Βουλή ενέκρινε κατά πλειοψηφία την ενοικίαση ή την αγορά τους.


Ένα πολύ αρνητικό φαινόμενο είναι η κατά καιρούς διαρροή των θεμάτων των εξετάσεων για προσλήψεις και προαγωγές στην αστυνομία και την πυροσβεστική. Ένας θεσμός, που, κατά τεκμήριο, έπρεπε να αποτελεί αντικειμενικό και αξιόπιστο κριτήριο, εκφυλίζεται και εκχυδαΐζεται με τον τρόπο που εφαρμόζεται, πλήττοντας, όμως, ταυτοχρόνως το κύρος και την αξιοπιστία της αστυνομίας.

Ένα άλλο, επίσης αρνητικό φαινόμενο, είναι η συχνή τροποποίηση των σχεδίων υπηρεσίας σε μια θέση, έτσι που τα απαιτούμενα προσόντα να διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να φωτογραφίζονται ορισμένοι υποψήφιοι.


Αν στα πιο πάνω ελάχιστα ενδεικτικά παραδείγματα προσθέσουμε τη διασπάθιση των δημόσιων πόρων με χορηγίες και χαριστικές πράξεις, ευνοιοκρατικές παρατάσεις υπηρεσίας ή διορισμούς πρώην ανωτέρων υπαλλήλων σε υψηλόμισθες θέσεις σκιαγραφείται μια αδρομερής εικόνα του πώς ασκείται η εξουσία στην Κύπρο. Κοινός παρονομαστής σε όλα τα παραδείγματα η θυσία των θεσμών στον βωμό των πελατειακών σχέσεων. Ας μην εθελοτυφλούν οι διαχειριστές της εξουσίας. Οι νόμοι εφαρμόζονται επιλεκτικά. Δεν είναι τυχαία που εδραιώθηκε στη συνείδηση της κοινής γνώμης η αντίληψη ότι «ο νόμος είναι για τους ανώνυμους». Είναι χαρακτηριστικά, επί του προκειμένου, όσα δήλωσε σε συνέντευξή του σε εφημερίδα ο Πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Ν. Αναστασιάδης: «...υπάρχουν παραδείγματα κάλυψης συγγενών τρίτου και τέταρτου βαθμού από κάποιους, τους οποίους τώρα δεν πρόκειται να ονομάσω».[9] (σ.7) Αλλά και ο έγκριτος νομικός κ. Α. Σ. Αγγελίδης τονίζει κατηγορηματικά, επί του θέματος, τα πιο κάτω: «Yπάρχει ηθελημένη ή άθελη παραβίαση του Νόμου από όργανα του κράτους που ασκούν εκτελεστική εξουσία. Έχει σημασία κάθε όργανο να γνωρίζει ότι πάνω από το ίδιο, όσο ψηλά και να βρίσκεται, υπάρχει ο Νόμος. Τίποτε δεν μπορεί να τίθεται υπεράνω. Όμως, στην πράξη διαπιστώνεται ότι υπάρχει χαλαρή αντιμετώπιση και εφαρμογή του Νόμου ή, ακόμη, και παραβίασή του. Και αυτό συμβαίνει με το να διαχωρίζονται τα αιτήματα σε αιτήματα επωνύμων και αιτήματα της ανώνυμης μάζας. Οφείλουμε να παραδεκτούμε, ότι, συχνά, σε πολλές περιπτώσεις, το κράτος δικαίου στην Κύπρο είναι μόνο κατ’ επίφαση κράτος δικαίου. Πολλές φορές η ίδια η Δημόσια Υπηρεσία ανατρέπει την έννοια της υποταγής στο Νόμο.»[10] (σ.3)

Συχνά γίνονται βαρύγδουπες δηλώσεις ότι «θα πέσει βαρύς ο πέλεκυς» ή ότι «το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκαλο» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Οι τέτοιες διακηρύξεις, όμως, αποτελούν, απλώς, μαρτυρία έλλειψης χρηστής διοίκησης. Γιατί εκεί όπου υπάρχει ευνομία και ισοπολιτεία οι νόμοι εφαρμόζονται άμεσα και οι μεγαλόστομες επικλήσεις περιττεύουν. Οι νόμοι δεν πρέπει να χρειάζονται πράσινο φως για να λειτουργήσουν.


Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εξαχρείωση ηθών, προαγωγή της διαφθοράς και έξαρση της παρανομίας και του εγκλήματος, σε ανησυχητικό βαθμό. Αυτά τα αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα δεν είναι άσχετα με την κουλτούρα που διαμορφώθηκε μετά την Ανεξαρτησία, μέσα σε ένα πλέγμα παραγοντισμού και ευνοιοκρατίας, και ευρίσκεται σε άμεση διαλεκτική σχέση με τη χαλάρωση θεσμών και αξιών. Ας έχουν πάντα υπόψη τους όσοι ασκούν όποια εξουσία ότι παιδαγωγούν προς το καλό ή το κακό με το έργο, το παράδειγμα και το ήθος τους. Ποτέ με τους ωραίους λόγους.

Συμπερασματικά μιλώντας, μια διοίκηση που λειτουργεί με έμβλημα την ικανοποίηση των πελατειακών σχέσεων και των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων ή ένα «μαλακό κράτος», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας κ. Δ. Χριστοδούλου, προάγει αναπόφευκτα, την αναξιοκρατία, ανοίγει λεωφόρους για να δρουν οι κάθε λογής αετονύχηδες, περιθωριοποιεί το επιστημονικό δυναμικό και συνεργεί στη διαμόρφωση πολιτείας αδιάφορων υπηκόων. Μια τέτοια κατάσταση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια τον τόπο σε στασιμότητα και μαρασμό, σε έλλειψη οράματος και ανυπαρξία εκσυγχρονισμού. Ένας τέτοιος τρόπος διοίκησης χαρακτηρίζει τριτοκοσμικές χώρες της χειρίστης μορφής.


Ο λαός μας, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την έφεση στη μόρφωση, έχει ανάγκη από διοίκηση που στηρίζεται, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη, στις αρχές της ευνομίας και ισονομίας, εμπνέει το αίσθημα της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού, την εθνική υπερηφάνεια, καλλιεργεί το ελεύθερο φρόνημα, προάγει την αξιοκρατία και συντελεί στη διάπλαση κοινωνίας των ενεργών πολιτών. Είναι αυτές οι συνθήκες που προσφέρουν τις ευκαιρίες για αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού και δημιουργούν το κλίμα για ύπαρξη οραμάτων και ιδεών που χωρίς αυτά δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην πρόοδο, την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό.

Η Κύπρος υπέστη μια μεγάλη συμφορά ως αποτέλεσμα του άφρονος πραξικοπήματος και της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Η κρατική μας οντότητα αποδείχθηκε το μεγαλύτερο στήριγμα στον αγώνα για φυσική και εθνική επιβίωση. Η δίκαιη και όχι κατ’ επίφαση λειτουργία των θεσμών και η αυστηρή τήρηση των διαδικασιών και της δεοντολογίας ενισχύουν την κρατική μας οντότητα και την πορεία προς την Ευρώπη και αποτελούν, αναμφίβολα, το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό υπόβαθρο αντίστασης της μικρής οικονομίας μας στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που εντείνεται με την ολοένα επιταχυνόμενη παγκοσμιοποίηση της αγοράς.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Χριστοδούλου, Δ. (1995) Εκεί που το Κυπριακό Θαύμα δεν έφτασε. Δομικές και θεσμικές ανεπάρκειες και πολιτικο-κοινωνικά ελλείμματa. Εκδόσεις Intercollege, Λευκωσία.
  2. Christodoulou, D. (1992) Inside the Cyprus Miracle. The Labours of an Embattled Mini-Economy, University of Minnesota, Minneapolis.
  3. Republic of Cyprus, Statistical Abstract 1998, Statistical Service, General Statistics, Series1, Report No. 44, p.157.
  4. Κυπριακή Δημοκρατία, Εργατικό Δυναμικό Δημόσιας Υπηρεσίας, Σεπτέμβριος και Οκτώβριος 2000, Αρ. 69&70, Στατιστική Υπηρεσία, Υπουργείο Οικονομικών.
  5. 5,0 5,1 Ροΐδη, Εμ. Η Πάπισσα Ιωάννα, Βίπερ, Πάπυρος Πρεςς ΕΠ.Ε, Αθήναι.
  6. Επιστημονικό Δελτίο ΕΤΕΚ: Επιστολή ΕΤΕΚ στον Πρόεδρο της Βουλής για παραβιάσεις του Νόμου Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Τευχ.9, Φεβρ. 1998.
  7. Εφημερίδα «Αλήθεια», Το Πρόγραμμα Διακυβέρνησης του Γλαύκου Κληρίδη, 21 Ιανουαρίου 1993, σ.11.
  8. 8,0 8,1 Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών: Ανακοινωθέν Αρ. 10, Παρασκευή 14/1/2000.
  9. Αναστασιάδης, Ν., Συνέντευξη στην Εφημερίδα «Πολίτης», 23 Ιανουαρίου 2000.
  10. Αγγελίδης, Α.Σ., Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος», 21 Νοεμβρίου 1999.