Πρόλογος
Το 1984 εξέδωσα σ’ένα μικρό τόμο επιλογή από κείμενά μου που γράφτηκαν κατά την περίοδο 1977-1983. Η θεματολογία τους σχετιζόταν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ιδιότητά μου του Γενικού Γραμματέα, τότε, της Παγκύπριας Οργάνωσης Ελλήνων Δασκάλων. Τα περιεχόμενα του τόμου που έχετε στα χέρια σας αποτελούν επιλογή από κείμενά μου που γράφτηκαν μετά το 1984. Στο τέλος του τόμου περιλαμβάνεται κατάλογος κειμένων μου που δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα και δεν περιέχονται σε αυτοτελείς τόμους. Τα θέματα, στα οποία αναφέρονται τα κείμενα του τόμου, εξακολουθούν να διατηρούν, πιστεύω, ζωντανή την επικαιρότητά τους και αυτός είναι ο λόγος που μ’ έσπρωξε να τα εκδώσω σε αυτοτελή τόμο. Ειδολογικά τα κείμενα κατατάσσονται σε δύο ενότητες: Εκπαιδευτικά και Κοινωνικοπολιτικά Θέματα.
Το 1962 η δημοτική εκπαίδευση έγινε υποχρεωτική και άρχισε σταδιακά να εφαρμόζεται η δωρεάν εκπαίδευση στον πρώτο κύκλο της μέσης εκπαίδευσης, που έγινε, γύρω στο 1973, υποχρεωτική ίσαμε τη συμπλήρωση του δεκάτου πέμπτου έτους της ηλικίας. Η μαζικοποίηση, ωστόσο, της εκπαίδευσης, χωρίς εκδημοκρατικοποίηση, έμεινε μετέωρη, γιατί δεν συνοδεύτηκε από τις απαραίτητες ενέργειες στήριξης. Δεν ακολούθησε καμιά συστηματική και μαζική επιμόρφωση του προσωπικού, ο εξοπλισμός και τα βοηθητικά μέσα παρέμειναν τα ίδια και η μετωπική διδασκαλία εξακολούθησε να είναι ο κανόνας της διδακτικής προσέγγισης. Καμιά πρόνοια δεν έγινε για ενίσχυση των παιδιών που υστερούν σε ετοιμότητα για μάθηση και που, συνήθως, είναι θύματα κοινωνικών ανισοτήτων. Το εκπαιδευτικό σύστημα αντί να αντισταθμίζει τις ανισότητες τις αναπαράγει. Αποτέλεσμα αυτών των ελλειμμάτων του εκπαιδευτικού μας συστήματος ήταν το ψηλό ποσοστό σχολικής αποτυχίας και λειτουργικού αναλφαβητισμού , τόσο στο δημοτικό όσο και στο γυμνάσιο.
Όταν οι Βρετανοί παρέδωσαν την ευθύνη για την εκπαίδευση στην ελληνική κοινότητα, τίποτε δεν άλλαξε αναφορικά με τον συγκεντρωτισμό στη διοίκηση της εκπαίδευσης. Οι νέες εκπαιδευτικές αρχές υιοθέτησαν το σύστημα της ανάθεσης αρμοδιοτήτων από μια κεντρική εξουσία. Το σχολείο αντικριζόταν ως κυβερνητικό και όχι ως κοινοτικό ίδρυμα και η διοίκηση συνέχισε να είναι συγκεντρωτική. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ανώτερα επίπεδα και αν υπάρχει οποιαδήποτε διαβούλευση γίνεται μεταξύ προϊσταμένων και υφισταμένων ή διορισμένων σωμάτων. Οι σχολικές εφορείες περιβάλλονται με πολύ περιορισμένο ρόλο και ευθύνες. Στις πόλεις και τις κοινότητες όπου λειτουργούν σχολεία μέσης εκπαίδευσης οι σχολικές εφορείες διορίζονται ως σήμερα από την κυβέρνηση. Αυτή η πρακτική δεν βοηθά την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής και τη διαχείριση των εκπαιδευτικών υποθέσεων. Η επανίδρυση του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, το 1976, αποτελεί βήμα προς την αποκέντρωση και την εκδημοκρατικοποίηση. Αυτό το σώμα, όμως, είναι παροπλισμένο και όλα αυτά τα χρόνια ουσιαστικά υπολειτουργούσε από υπαιτιότητα της αρμόδιας αρχής.
Η δομή των υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ) παραμένει αναλλοίωτη εδώ και σαράντα χρόνια., με βασικό χαρακτηριστικό τη στεγανή διαμερισματοποίηση των διαφόρων βαθμίδων. Η δημιουργία διατμηματικών και συντονιστικών σωμάτων για σφαιρική αντίκριση των προβλημάτων και εκπαιδευτικό προγραμματισμό με συστηματικό τρόπο και επιστημονικές διαδικασίες είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που ιδρύθηκε το 1972, αποτελεί τον κύριο φορέα ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης για δασκάλους προδημοτικής, δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης. Από το ξεκίνημά του το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο αντιμετώπιζε δύο κύρια προβλήματα: έλλειψη μόνιμου και επαρκούς προσωπικού και έλλειψη πόρων. Το αρνητικό αυτό φαινόμενο αντανακλά την αρνητική στάση των ιθυνόντων της εκπαίδευσης απέναντι στη σημασία της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Ως αποτέλεσμα αυτής της στάσης τα επιμορφωτικά μαθήματα οργανώνονται, ίσαμε σήμερα, πάνω σε εθελοντική βάση. Τα μόνα υποχρεωτικά είναι εκείνα που οργανώνονταν για δασκάλους που ευρίσκονταν στο σταθμό για ανέλιξη, η προϋπηρεσιακή κατάρτιση των καθηγητών μέσης και τα μαθήματα για νεοπροαγόμενους διευθυντές δημοτικής και μέσης που άρχισαν να οργανώνονται κατά την τελευταία δεκαετία. Η ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση δεν είναι υπόθεση που πρέπει να αφήνεται στην προαίρεση των εκπαιδευτικών. Οι πολλές και συνεχείς αλλαγές, τόσο στο περιεχόμενο της ύλης όσο και στις μεθόδους διδασκαλίας και στη ψυχολογία της μάθησης, που γίνονται κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας ενός εκπαιδευτικού, καθιστούν την ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση αναγκαία. Στην εποχή μας η εκπαίδευση αναλαμβάνει το βαρύ χρέος να προετοιμάσει ανθρώπους για μια διαρκώς μεταβαλλόμενη, άγνωστη σε μας, κοινωνία, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για δυναμική μάθηση. Η πρόκληση μπροστά στην κοινωνία είναι σαφής: πρέπει να αξιοποιείται στο έπακρο το υφιστάμενο ανθρώπινο δυναμικό, αν πρόκειται να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το φαινόμενο της ραγδαίας επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου. Η ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση έχει να κάμει με τη συνεχή καλυτέρευση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικές αρχές πρέπει να επωμισθούν την ευθύνη να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για συστηματική περιοδική εκπαίδευση του συνόλου των εκπαιδευτικών
Κατά καιρούς έχουν εισαχθεί διάφορες καινοτομίες στην εκπαίδευση. Αναφέρονται, ενδεικτικά, τα κέντρα ενδιαφέροντος, τα νέα μαθηματικά, η μείωση της ηλικίας εισδοχής στο δημοτικό σχολείο, το Λύκειο Επιλογής Μαθημάτων και, πρόσφατα, το ολοήμερο σχολείο. Σ’ όλες τις περιπτώσεις αγνοήθηκαν οι απαραίτητες διαδικασίες. Δεν εθεωρείτο σκόπιμη η έγκαιρη ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών. Απουσίαζε ο ενδεδειγμένος προγραμματισμός, η επαρκής επιμόρφωση και τα απαραίτητα μέσα , ώστε να αναπτύσσουν οι εκπαιδευτικοί την ετοιμότητα εφαρμογής της συγκεκριμένης καινοτομίας. Ως αποτέλεσμα οι διάφορες καινοτομίες κατέληγαν, κατά κανόνα, σε παταγώδη αποτυχία. Και αυτή ήταν φυσιολογική κατάληξη για τον απλούστατο λόγο ότι απουσίαζε ο θεσμικός φορέας έρευνας, προγραμματισμού και διαμόρφωσης εκπαιδευτικής πολιτικής. Σε σοβαρά ζητήματα, όμως, όπως είναι η εκπαίδευση, ο εμπειρισμός και ο αυτοσχεδιασμός είναι κακοί σύμβουλοι.
Τον Απρίλιο του 1997 κυκλοφόρησε η «Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Συστήματος της Κύπρου», μια έκθεση που συντάχθηκε από δύο ομάδες εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Ινστιτούτου Εκπαιδευτικού Προγραμματισμού της ΟΥΝΕΣΚΟ. Η έκθεση επισημαίνει και κωδικοποιεί τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα της Κύπρου, τα σημαντικότερα των οποίων είναι η έλλειψη συνοχής, επικοινωνίας και συντονισμού των διαφόρων τμημάτων και υπηρεσιών του ΥΠΠ, η αναποτελεσματικότητα και η μονομέρεια των διδακτικών προσεγγίσεων που εφαρμόζονται σε τάξεις μικτής ικανότητας και δεν προάγουν την ανάπτυξη ικανοτήτων έρευνας και αυτόνομης μάθησης, ο ρόλος των σωμάτων επιθεώρησης, τα βαρυφορτωμένα και μη ευέλικτα αναλυτικά προγράμματα, η έλλειψη ποικιλίας στα διδακτικά μέσα, το χάσμα μεταξύ δημοτικής και μέσης, η πίεση των εξετάσεων, η χρεοκοπία του συστήματος αξιολόγησης και προαγωγών των εκπαιδευτικών, η υποβάθμιση του ρόλου της σχολικής μονάδας και της διεύθυνσής της, η ανυπαρξία περιοδικής ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης του προσωπικού των σχολείων και, πάνω απ’ όλα, η ανυπαρξία μηχανισμού έρευνας και αξιολόγησης του συστήματος και φορέα σχεδιασμού εκπαιδευτικής πολιτικής, στηριγμένης σε αξιόπιστα πορίσματα. Οι επισημάνσεις των εμπειρογνωμόνων δεν αποτελούν τίποτε το καινούριο, ούτε για τους ιθύνοντες του ΥΠΠ, ούτε για τον εκπαιδευτικό κόσμο, ο οποίος, δια των οργανώσεών του, απαιτεί εδώ και πολλά χρόνια, τη θεραπεία των παθολογικών καταστάσεων της εκπαίδευσης. Μ’ αυτή την παρατήρηση δεν έχω, με κανένα τρόπο, πρόθεση να μειώσω τη σημασία της έκθεσης. Αντίθετα, θεωρώ ότι αυτή αποτελεί μια σοβαρή ανίχνευση και τεκμηριωμένη, συστηματική κωδικοποίηση των προβλημάτων. Είναι μια έξωθεν καλή μαρτυρία, η οποία δεν σταματά στις επισημάνσεις, αλλά προχωρεί σε συγκεκριμένες εισηγήσεις για αλλαγές, σε βαθμό που την καθιστά ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των αρμοδίων, προκειμένου να πάρουν τις σωστές αποφάσεις και να τροχιοδρομήσουν τις απαραίτητες διαδικασίες για αναμόρφωση και αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Η Πολιτεία πρέπει να προχωρήσει προς την ορθή κατεύθυνση επίλυσης των χρόνιων προβλημάτων της εκπαίδευσης. Ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις δεν χωρούν πλέον. Στο σύντομο πρόλογο του τόμου του 1984 αναφέρθηκα στη μισθολογική αξιολόγηση των δασκάλων, που εκκρεμούσε τότε ακόμη, γιατί, όπως τόνιζα επί λέξει, «η επίσημη πλευρά, αιχμάλωτη αναχρονιστικών διαδικασιών, απέφυγε να αντικρίσει σφαιρικά τη μισθολογική αξιολόγηση της κρατικής και ημικρατικής υπηρεσίας. Γι’ αυτό και δεν έδωσε λύσεις ολοκληρωμένες και οριστικές.» Πρόσφατα ξέσπασε, σαν κεραυνός εν αιθρία, σοβαρή κρίση στη λειτουργία των σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης. Και τούτο ως αποτέλεσμα του αποσπασματικού και αντιδεοντολογικού τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση αντιμετώπισε τα αιτήματα των εκπαιδευτικών οργανώσεων για μισθολογική αναβάθμιση και ίση μεταχείριση των μελών τους, αφού, προηγουμένως, αδρανοποίησε τον αρμόδιο φορέα της Μικτής Επιτροπής Προσωπικού Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΜΕΠΕΥ). Δεν αποκλείεται αυτή η κατάσταση να έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις και από διάφορους κλάδους της δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό το αρνητικό φαινόμενο μαρτυρεί, δυστυχώς, ότι το κράτος δεν έχει διδαχθεί τίποτε από τα λάθη του παρελθόντος, όσον αφορά τον τομέα των σχέσεων του με τους συνδικαλιστικούς φορείς των μελών της κρατικής υπηρεσίας.
Ένα μέρος του δημόσιου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος που παρουσιάζουν οι ετήσιοι προϋπολογισμοί του κράτους είναι αποτέλεσμα του τρόπου, με τον οποίο χειρίστηκαν το κρατικό μισθολόγιο, το 1980-81, τόσο η εκτελεστική όσο και η νομοθετική εξουσία. Θα ανέμενε κανείς ότι το πάθημα εκείνο θα γινόταν μάθημα. Τα γεγονότα, δυστυχώς, μαρτυρούν το αντίθετο. Τόσο το δημόσιο χρέος όσο και το δημοσιονομικό έλλειμμα έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Τα πράγματα επιδεινώνονται επικίνδυνα αντί να βελτιώνονται. Επικρατεί ένα πνεύμα γενικής χαλάρωσης θεσμών και αξιών, όπου το κράτος με τη διασπάθιση των δημόσιων πόρων, τις αδιαφανείς ενέργειες και τις αναιτιολόγητες χαλαρώσεις εξευτελίζει την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, βοηθά ορισμένους να πλουτίζουν αθέμιτα και δίνει χείριστο παράδειγμα διαχείρισης των κοινών. Διατηρείται μια προκλητικά υδροκέφαλη και πολυδάπανη δημόσια υπηρεσία, η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο εξυπηρέτησης της νοοτροπίας των πελατειακών σχέσεων, όπως και οι ημικρατικοί οργανισμοί. Οι ετήσιες εκθέσεις του Γενικού Ελεγκτή είναι γεμάτες με παραδείγματα διασπάθισης χρημάτων, παρανομιών, παρατυπιών και αποφάσεων, με τις οποίες απαλλοτριώνονται πόροι προς όφελος ιδιωτών. Τα κρούσματα κατάχρησης δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων προς ιδιωτικό όφελος αυξάνονται επικίνδυνα.
ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ Φεβρουάριος 2001